Νόλτε Ερνστ

Το παρελθόν που δεν θέλει να παρέλθει

(μτφρ.)
Γιάννης Καραπαπάς

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Ιούνιος 2016, σ. 11
Θέματα: 
ΙστορίαΓερμανική ιστορία
ΠολιτικήΟλοκληρωτισμός
Λέξεις-κλειδιά: 
αναθεωρητισμός
Εθνικοσοσιαλισμός
μπολσεβικισμός
Ολοκαύτωμα

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Για τον ιστορικό, το πιο αξιοθρήνητο αποτέλεσμα του μη παρέρχεσθαι του παρελθόντος είναι ακριβώς αυτό: ότι οι πιο απλοί κανόνες, οι οποίοι ισχύουν για κάθε παρελθόν, φαίνονται να μην ισχύουν πια, ότι δηλαδή κάθε παρελθόν πρέπει όλο και πιο πολύ να γίνεται αντιληπτό μέσα στην πολυπλοκότητά του, ότι πρέπει να γίνεται όλο και πιο διαυγές το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτό υφαίνεται, ότι οι εικόνες άσπρου-μαύρου των συγκαιρινών πρέπει να διορθώνονται και ότι οι παλαιότερες αποτιμήσεις πρέπει να υποβάλλονται σε αναθεώρηση.

 

Αποτελεί σημαντικό κενό της βιβλιογραφίας σχετικά με τον Εθνικοσοσιαλισμό το ότι δεν αναγνωρίζεται ή δεν γίνεται παραδεκτό σε ποια έκταση όλα αυτά που διέπραξαν αργότερα οι εθνικοσοσιαλιστές ‒με μοναδική εξαίρεση την τεχνική διαδικασία της θανάτωσης με αέριο‒, όπως μαζικές εκτοπίσεις και μαζικούς τουφεκισμούς, βασανιστήρια, στρατόπεδα θανάτου, εξολοθρεύσεις ολόκληρων πληθυσμιακών ομάδων σύμφωνα με αντικειμενικά και μόνο κριτήρια επιλογής, δημόσια εκφρασμένες προτροπές για εξόντωση εκατομμυρίων αθώων ανθρώπων, οι οποίοι όμως θεωρούνταν «εχθροί», είχαν ήδη περιγραφτεί σε πολλά γραπτά στις αρχές της δεκαετίας του 1920.

 

Το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» δεν προηγήθηκε του «Άουσβιτς»; Δεν ήταν η «ταξική δολοφονία» των μπολσεβίκων το λογικό και πραγματικό προηγούμενο της «φυλετικής δολοφονίας» των εθνικοσοσιαλιστών;

 

Οι δισταγμοί θα ήταν δικαιολογημένοι μονάχα εάν κάποιος εξέταζε απομονωμένα αυτά τα πραγματικά δεδομένα και ερωτήματα και δεν τα έθετε από την πλευρά τους μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, δηλαδή μέσα στο πλαίσιο εκείνων των ποιοτικών ρήξεων που έλαβαν χώρα στην ευρωπαϊκή ιστορία, οι οποίες ξεκινούν με τη Βιομηχανική επανάσταση και οι οποίες κάθε φορά προκαλούσαν μια έντονη αναζήτηση των «ενόχων» ή των «αυτουργών» μιας εξέλιξης που θεωρούνταν ολέθρια.

 

Ωστόσο, όσο αδύνατο είναι να «δικαιολογηθεί» μια δολοφονία, και μάλιστα μια μαζική δολοφονία, βάσει μιας άλλης δολοφονίας, άλλο τόσο παραπλανητικό είναι να επισημαίνεται μονάχα η μία δολοφονία και η μία μαζική δολοφονία και να μη λαμβάνεται υπόψη και η άλλη, μολονότι υφίσταται πιθανώς μια αιτιώδης συνάφεια.

 

Μια πιο ενδελεχής εξέταση, η οποία πάνω απ’ όλα θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται από τον αναστοχασμό πάνω στην ιστορία των δύο τελευταίων αιώνων, θα οδηγούσε το παρελθόν, για το οποίο γίνεται λόγος εδώ, στο παρέρχεσθαι, όπως ταιριάζει σε κάθε παρελθόν. Και αυτό το είδος εξέτασης θα οικειοποιούνταν το παρελθόν, κάνοντάς το δικό μας.