Κιτρομηλίδης Πασχάλης Μ.
Ο Διαφωτισμός και η ελληνική πολιτισμική παράδοση
Η-Εκδόσεις Πολιτειακό
Αθήνα, Ιούνιος 2019, σ. 24Αποσπάσματα από το κείμενο:
Η μελέτη και ο στοχασμός της παράδοσης δεν συνεπάγεται αναγκαστικά την πραγμοποίηση και την ιδεολογία όπως ενδεχομένως υποστηρίζουν οι επικριτές της συμβατικής πολιτισμικής ιστορίας.
Σε αντίθεση με την άλλη αρχαία παράδοση του μεσογειακού κόσμου, τον Ιουδαϊσμό, ο οποίος συνείχετο από τη θρησκεία του για τρεις χιλιετίες, η ελληνική παράδοση σημαδεύτηκε από μια ριζική τομή στη θρησκευτική της ταυτότητα στο τέλος της αρχαιότητας με τη μετάβαση από τον παγανισμό στον χριστιανισμό, αλλά κατόρθωσε να επιβιώσει ως παράδοση χάρη στη συνέχεια της γλώσσας της, της οποίας οι διαδοχικές εξελικτικές φάσεις διακρίνονται από πολύ στενότερες αναμεταξύ τους συγγένειες εν συγκρίσει προς την εξέλιξη αρκετών άλλων γλωσσών. Με βάση αυτό το κριτήριο μια προσέγγιση πολιτισμικής ιστορίας θα μπορούσε να συμβάλει στην κατανόηση της Ελλάδας ως εξελισσόμενη διανοητική παράδοση, την οποία απαρτίζουν διαδοχικές φάσεις πολιτισμικής έκφρασης.
Ως διανοητικό προϊόν, εισηγμένο από τις μη ορθόδοξες και αυξανόμενα εκκοσμικευμένες παραδόσεις της Δύσης, το νοητικό πλαίσιο που συνδέθηκε με τον Διαφωτισμό, αντιπροσώπευε μια ρήξη στη μεταβυζαντινή πνευματική παράδοση που δέσποζε στην Ελληνική Ανατολή υπό την οθωμανική κυριαρχία.
Η ιστορική σπουδαιότητα του Διαφωτισμού στη Νοτιανατολική Ευρώπη συνίστατο στην απόπειρα των βασικών εκπροσώπων του να επανορίσουν το πλαίσιο του συλλογικού βίου. Ήταν με αυτή την έννοια που ο Διαφωτισμός προσελήφθηκε από τους συγχρόνους του και ερμηνεύθηκε από μετέπειτα σχολιαστές ως ρήξη στις παραδόσεις της Ορθόδοξης Ανατολής.
Οι αντιλήψεις για το παρελθόν και τον ιστορικό χρόνο εκκοσμικεύτηκαν και αναπροσανατολίστηκαν από μια αίσθηση κοινού παρελθόντος όλων των χριστιανικών λαών σε μια συνειδητοποίηση διακριτής ιστορικής γενεαλογίας που συνέδεε τους νεότερους Έλληνες με τον ελληνισμό της κλασικής αρχαιότητας. Αυτή υπήρξε μία από τις πλέον χαρακτηριστικές διανοητικές ρήξεις που επέφερε η εκκοσμίκευση της ιστορικής σκέψης. Η ρήξη σήμανε την εγκατάλειψη της χρονικογραφικής γραμματείας, που συνέχιζε μια μακρά βυζαντινή παράδοση ιστοριών του κόσμου από την εποχή της Δημιουργίας ή του Κατακλυσμού, και την αντικατάσταση αυτών των χρονικών Προνοίας από μια κοσμική ιστοριογραφία. Αλλαγή σημειώθηκε και στις γεωγραφικές αντιλήψεις, με την παραδοσιακή γεωγραφία των θρησκευτικών προσκυνημάτων να δίνει τη θέση της σε μια νέα γεωγραφία του πολιτισμού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι περιγραφές των προσκυνημάτων στους Ιερούς Τόπους και τα μεγάλα μοναστικά κέντρα της Ανατολικής Ορθοδοξίας –όπως το Άγιο Όρος και το Σινά, τα οποία είχαν για αιώνες οριοθετήσει τον γεωγραφικό ορίζοντα πέραν της τοπικής κοινότητας– να συμπληρωθούν και σταδιακά να αντικατασταθούν από μια νέα γεωγραφική γραμματεία που εστίαζε στη Δυτική Ευρώπη και προέβαλε στην ορθόδοξη συνείδηση τα επιτεύγματα της πολιτισμικής αλλαγής και της προόδου του Διαφωτισμού ως πρότυπα προς μίμηση. Οργανικό στοιχείο του διανοητικού πυρήνα του Διαφωτισμού υπήρξε επομένως αυτό το ταξίδι, σαν να λέμε, από την Ιερουσαλήμ στην Αθήνα και από εκεί στο Παρίσι.
Μία από τις πλέον ιδιάζουσες διαστάσεις τους Ελληνικού Διαφωτισμού ήταν ακριβώς η αλλαγή της πολιτικής σκέψης. Οι παραδοσιακές αντιλήψεις περί χριστιανικής ηγεμονίας προσέφεραν το διανοητικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο ιδέες περί φωτισμένης απολυταρχίας μπόρεσαν αρχικά να αναπτυχθούν. Από την αριστοτελική αντίληψη του δίκαιου ηγεμόνα που κυβερνά προς όφελος των υπηκόων του ήταν αρκετά εύκολο να μεταβούμε στην ιδέα μιας μεταρρυθμίζουσας μοναρχίας.
Από τη στιγμή ωστόσο που η μεταρρύθμιση νομιμοποιήθηκε πολιτικά, νέες συνεπαγωγές και επιχειρήματα με ευρύτατες συνέπειες προέβαλαν αναπόφευκτα. Η ιδέα μιας δίκαιης και μεταρρυθμίζουσας μοναρχίας κατέστη έτσι δομικό στοιχείο μιας θεωρίας πολιτικής αλλαγής. Η μόνη κατεύθυνση που η θεωρία μπορούσε τελικά να πάρει ήταν εκείνη του φιλελευθερισμού. Στο επίπεδο του πολιτικού λόγου οι πηγές μαρτυρούν μια σταδιακή αλλά σταθερά επιταχυνόμενη μετάβαση στο διάβα της πεντηκονταετίας 1770-1820, που οδήγησε από τον στοχασμό για τις μορφές διακυβέρνησης στην αντικατάσταση των ιδεών περί υπηκοότητας από εκείνες περί πολιτειότητας και την αντικατάσταση της ιδέας περί Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας από αυτή περί έθνους-κράτους. Ένα φιλελεύθερο ρεπουμπλικανικό όραμα αναδύθηκε τελικά ως η κορύφωση της διεργασίας ιδεολογικής αλλαγής και προσέφερε το συμβολικό λεξιλόγιο για την έκφραση των ελληνικών αξιώσεων και οραματισμών κατά τη διάρκεια του Αγώνα της Ανεξαρτησίας.
Ως αποτέλεσμα του χάσματος που προκλήθηκε από τον Διαφωτισμό στην ελληνική σκέψη, δύο ανταγωνιστικά και συχνά εχθρικά οράματα συλλογικού πεπρωμένου του ελληνικού λαού έχουν επιχειρήσει να επιβληθούν στην ελληνική κοινωνία καθόλη την περίοδο από τα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα. Το ένα ήταν το όραμα των φιλελεύθερων προσδοκιών, αυτό που είναι κοινώς γνωστό ως εκδυτικισμός· το άλλο είναι το όραμα της καθαρότητας της πίστης, που συλλαμβάνει το μέλλον του έθνους αποκλειστικά εντός του πλαισίου της ορθόδοξης αυθεντικότητας.
Στο προγενέστερο έργο μου επικεντρώθηκα κυρίως στο εύρος των διανοητικών μεταβάσεων που συγκρότησαν το περιεχόμενο του Διαφωτισμού στην ελληνική σκέψη. Έδωσα έμφαση σε ό,τι ήταν νέο και αντισυμβατικό, σε ό,τι ήταν μοντέρνο και κατά συνέπεια πιθανό να προκαλέσει αντιδράσεις και ιδεολογική σύγκρουση. Η ιστορική σύλληψη ωστόσο του Διαφωτισμού, ως ένα επεισόδιο σε μια εκτυλισσόμενη διαδικασία πολιτισμικής αλλαγής, αποκαλύπτει τόσο συνέχειες όσο και ρήξεις και μεταβάσεις. Υιοθετώ πλέον μια αναθεωρητική οπτική σύμφωνα με την οποία οι εκδηλώσεις της διανοητικής αναβίωσης στην ελληνική σκέψη τον δέκατο όγδοο αιώνα συνιστούν τόσο ασυνέχεια όσο και οργανική συνέχεια της μεταβυζαντινής πολιτισμικής παράδοσης στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Θεωρώ ότι αυτή η προσέγγιση ενδεχομένως μας επιτρέψει να κατανοήσουμε την αντοχή διανοητικών φαινομένων, τα οποία σε μεγάλο βαθμό διέθεταν μηδαμινά κοινωνικά ερείσματα. Ήταν η ζωτικότητα που αντλούσαν από προγενέστερες παραδόσεις και υπαρκτές πρακτικές, με τις οποίες μπολιάστηκαν, που επέτρεψε στις εκδηλώσεις του Διαφωτισμού να επιβιώσουν και να εξελιχθούν, παρόλες τις πιέσεις για περιθωριοποίηση που συχνά υπέστησαν. Επομένως, είναι κρίσιμο για την ιστορική κατανόηση και ερμηνεία να αναλογιστούμε αυτές τις πηγές δυναμισμού και τις βάσεις συνέχειας που επέτρεψαν στον Διαφωτισμό να λειτουργήσει ως αναπόσπαστο παρά ως παρείσακτο στοιχείο της πολιτισμικής ζωής στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Εξαιτίας των στενών δεσμών των αντιπροσώπων διαδοχικών γενεών του Διαφωτισμού με αυτές τις κοσμικές ομάδες και της κυριαρχίας των μοντέρνων ιδεών στους κύκλους τους, μια άλλη σημαντική πτυχή του φαινομένου της πολιτισμικής αλλαγής στον δέκατο όγδοο αιώνα τείνει να λησμονείται: το γεγονός ότι σε έναν σημαντικό βαθμό οι πρωτοβουλίες εκπαιδευτικής ανανέωσης που άνοιξαν τον δρόμο για τη εισαγωγή των ιδεών του Διαφωτισμού στη σκέψη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης προήλθαν αρχικά από τον βασικότερο θεματοφύλακα της διανοητικής παράδοσης της Ελληνικής Ανατολής, την Ορθόδοξη Εκκλησία. Η επακόλουθη αντιπαράθεση μεταξύ Εκκλησίας και Διαφωτισμού τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης και η εχθρότητα που επέδειξε το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως και οι ιδεολογικοί του εκπρόσωποι σε ό,τι εξέλαβαν ως τις πολιτικές συνέπειες των διαφωτιστικών ιδεών έχουν συσκοτίσει την προγενέστερη ιστορία των εκπαιδευτικών και πολιτισμικών πρωτοβουλιών της Εκκλησίας. Η εχθρότητα και η ιδεολογική πολεμική εμφανίστηκαν ωστόσο μετά το 1793 και ακριβέστερα μετά το 1798. Τη δεκαετία του 1750 η κατάσταση ήταν τελείως διαφορετική. Με αυτό δεν ισχυρίζομαι ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν διατεθειμένη να υποστείλει τα δόγματα και τις αξίες της εν ονόματι των νεωτερικών κοσμικών ιδεών. Όταν ζητήματα δογματικής και παράδοσης εθεωρείτο ότι θίγονταν, η στάση της Εκκλησίας ήταν ανυποχώρητη. Έτσι, έχουμε περιπτώσεις δίωξης ύποπτων διανοουμένων όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης, στις απαρχές ήδη του δέκατου όγδοου αιώνα. Παραδείγματα επίσημης εναντίωσης στις νεωτερικές ιδέες από την Εκκλησία σπανίζουν ωστόσο πριν το 1789. Παραδείγματα επίδειξης φανατισμού και μισαλλοδοξίας από μεμονωμένα άτομα εναντίον επιφανών διανοητικών ηγετών του Διαφωτισμού όπως ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Νικηφόρος Θεοτόκης και ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ ήταν συνηθέστερα αλλά δεν αντανακλούσαν επίσημες εκκλησιαστικές πολιτικές ή στάσεις. Απεναντίας αυτό που αποκαλύπτεται από μια προσεκτική και αμερόληπτη ανάγνωση των πηγών είναι το φαινομενικά αξιοπρόσεκτο γεγονός ότι αρχικά ο Διαφωτισμός ξεπήδησε μέσα από τους κόλπους της Εκκλησίας και επωφελήθηκε τα μέγιστα από κοινωνικές πρακτικές και θεσμούς εγκαθιδρυμένους από την ίδια. Στα πρώτα του στάδια, προτού η κοινωνική αλλαγή και το ιδεολογικό χάσμα επιφέρουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, ο Διαφωτισμός μοιραζόταν τις ίδιες πολιτισμικές βάσεις με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Όλοι ουσιαστικά οι διανοούμενοι που συνδέθηκαν με τις πρώιμες φάσεις του Ελληνικού Διαφωτισμού αλλά και με τις διανοητικές αναβιώσεις άλλων βαλκανικών εθνικοτήτων από τη δεκαετία του 1750 έως τη δεκαετία του 1790 ήταν μέλη του κλήρου.
Όσοι ορθόδοξοι κληρικοί ενστερνίστηκαν τελικά εκδοχές του Διαφωτισμού και κοσμικές πολιτικές αξίες, ακολούθησαν αρχικά τη συνηθισμένη πορεία κοινωνικής κινητικότητας μέσω της εκπαίδευσης στους κόλπους της Εκκλησίας. Αντί να εμμείνουν ωστόσο στο συμβατικό θρησκευτικό πλαίσιο σκέψης το υπερέβησαν εν ονόματι των ιδεωδών της επιστήμης και του λόγου. Αυτό φυσικά τους ζημίωσε επαγγελματικά από την άποψη της μη περαιτέρω ανέλιξής τους στην εκκλησιαστική ιεραρχία. Τα πρώτα τους βήματα έγιναν εντούτοις πραγματικότητα χάρη στο εκπαιδευτικό σύστημα που συντηρούσε η Εκκλησία και οι μονές της. Επιπλέον ήταν η Ορθόδοξη Εκκλησία, στο ανώτατο ιεραρχικό της επίπεδο, την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, που έθεσε υπό την προστασία της το 1753 την ίδρυση, εντός του παραδοσιακού δικτύου της ορθόδοξης παιδείας, μιας σχολής όπου κοσμικά αντικείμενα σπουδών όπως η λογική, η επιστήμη και τα λατινικά εισήχθησαν παράλληλα με την παραδοσιακή διδασκαλία των θρησκευτικών και της γραμματικής: η ιστορία της Αθωνιάδας Ακαδημίας υπό τον Ευγένιο Βούλγαρη αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο το ποιμαντικό ενδιαφέρον της Εκκλησίας για την εκπαίδευση έστρωσε τον δρόμο για τη εισαγωγή των διαφωτιστικών ιδεών στον ίδιο τον φάρο της παραδοσιακής Ορθοδοξίας.
Φαντάζει ίσως παράδοξο αλλά οι οικουμενικές τους αξίες, και οι κοινωνικές πρακτικές που αυτές οι αξίες προωθούσαν, ενέταξαν την υπερβατική θεώρηση της Ορθοδοξίας και την κοσμική φιλοσοφία του Διαφωτισμού στο ίδιο στρατόπεδο ενάντια στις τοπικιστικές και αποκλειστικές (exclusivist) αξίες του εθνικισμού. Η ειρωνεία της ιστορίας έχει βεβαίως να κάνει με το γεγονός ότι ήταν ο Διαφωτισμός εκείνος που έστρωσε τον δρόμο για τον εθνικισμό, ο οποίος εν τέλει κατέστρεψε την πολιτισμική ενότητα επί της οποίας τόσο ο ίδιος ο Διαφωτισμός όσο και η Ορθόδοξη Εκκλησία είχαν αρχικά ευδοκιμήσει.
Εντασσόμενος έτσι [ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ] σε μια αρχαιότατη και αξιοσέβαστη παράδοση κατορθώνει να μεταστρέψει τις συμβουλές για μια ενάρετη ηγεμονία σε επιχειρήματα για την κοινωνική και πολιτισμική αλλαγή. Το επόμενο στάδιο στην εξέλιξη της πολιτικής του σκέψης ήταν ακόμα πιο ριζοσπαστικό: σε μια περίοδο εντεινόμενων συγκρούσεων με τον κοινωνικό του περίγυρο ανακάλυψε στο ρεπουμπλικανικό μοντέλο της πολιτικής αρετής και των ελεύθερων θεσμών τη λύση στο πρόβλημα της διαφθοράς στην κοινωνία του.
Το ενοποιό διανοητικό στοιχείο, που συνείχε τις ποικίλες και συχνά αμοιβαία ασύμβατες παραδόσεις που συνιστούσαν την πολιτισμική προσωπικότητα της Ελληνικής Ανατολής, ήταν η κληρονομιά των κλασικών γραμμάτων. Ήταν αυτό το στοιχείο που διέκρινε την Ελληνική Ανατολή από τις αχανείς σλαβικές εκτάσεις της Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας της Ανατολικής Ευρώπης, με τις οποίες μοιραζόταν μια κοινή παράδοση χριστιανικής παιδείας και μια κοινή παιδεία ιερών γραμμάτων. Εντός της Ορθόδοξης Κοινοπολιτείας τα κλασικά γράμματα εμφανίζονταν ωστόσο ως ξεχωριστή κληρονομιά των Ελλήνων. Μεταδιδόμενη από τους βυζαντινούς αιώνες στη μεταβυζαντινή παράδοση, συντηρούμενη αν και συχνά καταπολεμούμενη από την Εκκλησία, αυτή η κληρονομιά αποτέλεσε σημείο επαφής και κοινή βάση επί των οποίων στηρίχθηκε μεγάλο μέρος της επίσημης ακαδημαϊκής παιδείας στην Ελληνική Ανατολή.
Η σχέση μεταξύ ορθόδοξης πνευματικής παράδοσης και κλασικής παιδείας είναι προφανώς σύνθετη, χαρακτηριζομένη από εσωτερικές αντινομίες και συχνά παρουσιαζόμενη ως μια περίπτωση συγκρουσιακής συμβίωσης. Η λύση του Μεγάλου Βασιλείου στο πρόβλημα της παγανιστικής γραμματολογίας στη χριστιανική εκπαίδευση τον τέταρτο αιώνα, και πέραν αυτής η γραμματολογική πρακτική όλων των Καππαδόκων Πατέρων, παρείχαν παρόλα αυτά το ιδεολογικό υπόβαθρο για τη νομιμοποίηση και εν τέλει επιβίωση των κλασικών γραμμάτων ή τουλάχιστον της κλασικής γλώσσας με τη μορφή που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Σοφιστικής, εντός της ορθόδοξης παράδοσης της Ελληνικής Ανατολής. Η επιβίωση προσέλαβε τη μορφή των διάφορων κλασικών αναβιώσεων στη βυζαντινή γραμματολογία. Ίσως πιο σημαντικά η λύση του Αγίου Βασιλείου κατέστησε δυνατή τη διάσωση αρκετών βυζαντινών χειρογράφων ελληνικών κλασικών έργων στις μοναστηριακές βιβλιοθήκες της Ανατολής, και ιδίως στο Άγιο Όρος. Έτσι η ορθόδοξη παράδοση της Ελληνικής Ανατολής άφησε χώρο για τη θεμιτή αποδοχή της παγανιστικής γραμματολογίας, αν και ως ancilla fidei.
Στον μεταβυζαντινό κόσμο η νομιμοποίηση της κλασικής παιδείας από την ορθόδοξη παράδοση μπορεί να εξηγήσει το γεγονός ότι ένας τόσο ένθερμος υπερασπιστής του ορθόδοξου δόγματος και της θρησκευτικής καθαρότητας, όπως ο Γεώργιος Σχολάριος, ο οποίος τον Ιανουάριο του 1454 έγινε ο πρώτος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως μετά την πτώση της Πόλης ως Γεννάδιος Β΄, ήταν βαθύς γνώστης τόσο της ησυχαστικής θεολογίας όσο και της αριστοτελικής φιλοσοφίας. Μπορεί επίσης να ερμηνεύσει το φαινόμενο του χριστιανικού ανθρωπισμού στον ύστερο δέκατο έκτο και κυρίως τον δέκατο έβδομο αιώνα. Αυτά τα φαινόμενα στον ορθόδοξο κόσμο μπορούν να αντιπαραβληθούν με αντίστοιχα πρωιμότερα ρεύματα στη Δύση των προηγούμενων δύο αιώνων. Αυτή η συνθήκη αντιπροσώπευε την επιβίωση στην ορθόδοξη παράδοση του προγενέστερου ελληνικού ανθρωπιστικού κινήματος του ύστερου δέκατου τετάρτου και του δέκατου πέμπτου αιώνα που απορροφήθηκε, κυρίως μέσω Βενετίας αλλά και μέσω Φλωρεντίας, στο κυρίαρχο ρεύμα του αναγεννησιακού ανθρωπισμού.
Ο Διαφωτισμός ρίζωσε και αναπτύχθηκε στη νεότερη ελληνική παιδεία κυρίως με τη μορφή ενός αναπροσανατολισμού στον κλασικό ελληνισμό. Η προγενέστερη επιλεκτική ενσωμάτωση των κλασικών γραμμάτων στην ορθόδοξη παράδοση, δυσκόλεψε την αντίσταση της Εκκλησίας σε αυτόν τον αναπροσανατολισμό που ήταν κοσμικός στο περιεχόμενό του και έμελλε να αποδειχθεί βαθιά ανατρεπτικός τόσο πνευματικά όσο και πολιτικά. Ενώ άλλα οργανικά στοιχεία της διαφωτιστικής θεώρησης όπως η νεότερη επιστήμη και η ορθολογιστική φιλοσοφία μπορούσαν ανοικτά να αντιπαλευτούν από εκπροσώπους της εκκλησιαστικής παιδείας εφόσον ευθέως αντέκρουαν τον λόγο της Αγίας Γραφής, η πλέον επικίνδυνη πτυχή του διαφωτιστικού σχεδίου, ο κλασικισμός του, δεν μπορούσε τόσο εύκολα να αποκηρυχθεί, δεδομένης της μακράς ιστορίας καλλιέργειας ή τουλάχιστον ανοχής των κλασικών γραμμάτων στους κόλπους της Εκκλησίας. Πώς μπορούσε η Ορθόδοξη Εκκλησία να αποκηρύξει ή να απορρίψει ό,τι για αιώνες είχε γίνει αποδεκτό ως αναπόσπαστο στοιχείο της εκπαιδευτικής της κληρονομιάς;
Η κατανόηση της θέσης του Διαφωτισμού στην ελληνική παράδοση έχει χρωματιστεί σε καθοριστικό βαθμό από τις στάσεις και τις απόψεις του Αδαμάντιου Κοραή, αναμφίβολα του πλέον γνωστού και διανοητικά του πλέον φθασμένου εκπροσώπου του. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Ελληνικός Διαφωτισμός έχει κατανοηθεί και ερμηνευθεί ως πλήρης απόρριψη και άρνηση του Βυζαντίου. Αυτή ήταν σίγουρα η στάση του Κοραή και αντανακλούσε πρωταρχικά την παράδοση του Γαλλικού Διαφωτισμού της οποίας αποτελούσε αναπόσπαστο τμήμα. Άλλοι αναμεταξύ των επιφανών εκπροσώπων της παράδοσης του Ελληνικού Διαφωτισμού προέβησαν ωστόσο σε πολύ πιο εκλεπτυσμένες αναλύσεις του Βυζαντίου.
Έτσι, η βυζαντινή γραμματεία ενσωματωνόταν στη σύνολη εικόνα της ελληνικής διανοητικής παράδοσης ως γέφυρα μεταξύ των Αρχαίων και των Νεοτέρων. Το ειδικό ενδιαφέρον αυτής της σύλληψης για την ενότητα της διανοητικής παράδοσης της ελληνικής γραμματείας συνίσταται στο γεγονός ότι προηγείται των ρομαντικών θεωριών περί ιστορικής συνέχειας, οι οποίες έμελλε να κυριαρχήσουν τον δέκατο ένατο αιώνα.
Επανερμηνευόμενη από τον Διαφωτισμό, η κληρονομιά της κλασικής παιδείας προσέλαβε τελικά έναν καινοτόμο, ίσως ακόμα και επαναστατικό, χαρακτήρα. Ο ευρωπαϊκός πολιτικός κλασικισμός και τα ρεπουμπλικανικά μοντέλα της Γαλλικής Επανάστασης συνέβαλαν στον ολοσχερή μετασχηματισμό αυτού που η Ορθόδοξη Ανατολή εκλάμβανε ως μέρος της κληρονομιάς της. Οι πλέον γνωστοί εκπρόσωποι της ύστερης και πλέον ώριμης φάσης του Ελληνικού Διαφωτισμού, οι Ρήγας Βελεστινλής και Αδαμάντιος Κοραής, με αρκετά διαφορετικό τρόπο ο καθένας τους, αντιπροσωπεύουν αυτόν τον επαναστατικό κλασικισμό στην ελληνική σκέψη. Ο ριζοσπαστικός ακτιβισμός από τη μεριά του Ρήγα και η φιλελεύθερη λογιοσύνη στην περίπτωση του Κοραή συνέδραμαν στην εμφύσηση μιας νέας ταυτότητας σε ένα τμήμα της ελληνικής παιδείας. Ήταν μια ταυτότητα θεμελιωμένη στην αποδοχή της κλασικής κληρονομιάς, στραμμένη ωστόσο αυτήν τη φορά ενάντια στην ορθόδοξη παράδοση που είχε αναθρέψει αυτή την κληρονομιά για τόσο μεγάλο διάστημα. Εν ολίγοις ήταν μια νεωτερική κοσμική ταυτότητα θεμελιωμένη σε μια επανασύνδεση της νεότερης ελληνικής κοινωνίας με τον κλασικό ρεπουμπλικανικό ελληνισμό. Αντιμέτωπη με αυτές τις απροσδόκητες εξελίξεις η επίσημη Εκκλησία διαπίστωσε τελικά όσα ορισμένοι θεμελιοκράτες είχαν ισχυριστεί εξυπαρχής: ότι η Ορθοδοξία θα μπορούσε να ανεχτεί τα κλασικά γράμματα μόνο επί ιδίω κινδύνω. Όταν ωστόσο το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εγκαινίασε την εκστρατεία του ενάντια στον κλασικισμό κατά τη διάρκεια της τρίτης πατριαρχίας του Γρηγορίου Ε΄ το 1818-1821, ήταν πολύ αργά. Ο επαναστατικός ζήλος ήταν διάχυτος. Ο Διαφωτισμός είχε επιτελέσει το έργο του.