Ντανόπουλος Κωνσταντίνος Π.

Οι πολιτισμικές ρίζες της διαφθοράς στην Ελλάδα

(μτφρ.)
Θανάσης Κουραβέλος

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Μάιος 2016, σ. 26
Θέματα: 
ΑνθρωπολογίαΠολιτισμική ανθρωπολογία
Ελληνικές ΣπουδέςΕλληνική διαφθορά
ΠολιτικήΔιαφθορά
Λέξεις-κλειδιά: 
κουλτούρα
διαφθορά
πολιτική
ιστορική κληρονομιά
θρησκεία
Ελλάδα

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Οι αναλύσεις αυτές, αν και ορθώς αναγνωρίζουν τον ζωτικό ρόλο της διαφθοράς, ελάχιστα συμβάλλουν στην επισήμανση των παραμέτρων εκείνων που προκαλούν, νομιμοποιούν και συντηρούν το εν λόγω φαινόμενο στην Ελλάδα. Ορισμένοι αναλυτές αναφέρονται μεν στην κουλτούρα, θεωρώντας ότι είναι η πηγή του προβλήματος, αλλά κανένας τους δεν συσχετίζει άμεσα την κουλτούρα με τη διαφθορά ή δεν μπαίνει στον κόπο να εντοπίσει εκείνα ακριβώς τα στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας που συμβάλλουν σε αυτή. Για ένα μεγάλο διάστημα, οι κοινωνικοί επιστήμονες είχαν συνειδητά παραβλέψει την πολιτισμική ανάλυση, τόσο γιατί δεν ήταν επαρκώς «ορθολογική» όσο και γιατί θεωρούνταν προσβλητική. Όμως, με αυτόν τον τρόπο, οι κοινωνικοί επιστήμονες στέρησαν από τον εαυτό τους μια μεταβλητή που όλοι γνωρίζουν τη σπουδαιότητά της. Το παρόν δοκίμιο προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό.

 

Σε ένα ιδιαίτερα οξυδερκές άρθρο δημοσιευμένο το 1965, η Αδαμαντία Πόλις σημειώνει ότι οι Έλληνες προσδιορίζουν τους εαυτούς τους «με όρους ομαδικού ανήκειν»: οικογένεια, χωριό, ενορία. «Στην Ελλάδα, οι στάσεις και οι τρόποι συμπεριφοράς αναπτύσσονται αναφορικά προς συγκεκριμένους ανθρώπους ή ομάδες αποτελούμενες από συγκεκριμένα άτομα». Επιπλέον, υποστήριξε ότι «η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία», όπως επίσης οι συλλογικές αξίες και το ενδιαφέρον για την ευρύτερη κοινωνία είναι πολύ λιγότερο σημαντικά από ό,τι η αφοσίωση στην ενδο-ομάδα. Ο Έλληνας, ισχυρίστηκε η Πόλις, «δεν λογοδοτεί στον εαυτό του, αλλά στην ομάδα της οποίας αποτελεί οργανικό στοιχείο». Ως τέτοιες, η σύνδεση και η ταύτιση με την ομάδα οδηγούν σε ένα αίσθημα «έλλειψης ατομικής ευθύνης». Στην ελληνική κουλτούρα, κατέληξε, «η ευθύνη κάποιου αποκτά νόημα μόνο εντός του πλαισίου εκπλήρωσης των καθηκόντων του και τήρησης των δεσμεύσεών του».

 

Όπως η πλειονότητα των κοινωνικών φαινομένων, έτσι και η κουλτούρα δεν αποτελεί ανεξάρτητη μεταβλητή, με τις αιτίες ή τους παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη και εξέλιξή της να ποικίλλουν.

 

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τέσσερις αλληλένδετοι, συμπληρωματικοί και συχνά συγκρουόμενοι παράγοντες συνεχίζουν να πλάθουν τον εθνικό ψυχισμό και μαζί με αυτόν τις πολιτισμικές εκείνες πρακτικές-κλειδιά που συντείνουν στη διαφθορά. Αυτοί είναι η γεωγραφία, η θρησκεία, η ιστορική κληρονομιά και οι κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού.

 

Όπως ακριβώς η έρημος στη Μέση Ανατολή κράτησε τους πληθυσμιακούς θύλακες απομονωμένους, έτσι συνέβη και με τα ψηλά και αδιαπέραστα βουνά στη Βαλκανική χερσόνησο. Αν και αρκετές πόλεις ή χωριά βρίσκονταν πολύ κοντά το ένα στο άλλο, τα φυσικά εμπόδια κατέστησαν αδύνατη τη στενή τους επαφή ή επικοινωνία. Έτσι, αυτές οι νησίδες γειτνιαζόντων πόλεων και χωριών διέθεταν τις δικές τους διαλέκτους, τα δικά τους έθιμα και τους δικούς τους προστάτες αγίους. Η μουσουλμανική κατάκτηση και η φύση του οθωμανικού συστήματος διοίκησης που επιβλήθηκε ευνόησαν περαιτέρω αυτή την κατάσταση εφόσον, σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα των μιλλέτ, οι υπόδουλοι υπήκοοι οργανώθηκαν βάσει της θρησκείας και όχι βάσει του τόπου. Πληθυσμοί διαφορετικών θρησκευμάτων που ζούσαν στο ίδιο χωριό ή στην ίδια πόλη είχαν εντούτοις ελάχιστες επαφές μεταξύ τους, εφόσον καθένας τους αποτελούσε μια ξεχωριστή οντότητα υπεύθυνη για την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία και τη συλλογή των φόρων της. Αυτές οι πρακτικές αναπαρήγαγαν και εμπέδωσαν τοπικιστικά και επαρχιώτικα συναισθήματα, θρέφοντας ισχυρές ενδο-ομαδικές ταυτότητες αποκλεισμού των άλλων.

 

Η θρησκεία διαπερνά κάθε πτυχή της ζωής, ακόμα και εκείνων που δεν θρησκεύονται ενεργά.

 

Η Ορθόδοξη κοσμολογία αντιλαμβάνεται το χρόνο ως κυκλικό και αμετάτρεπτο και τον ατομικισμό ως μια «εκδήλωση βλάσφημου εγωτισμού που υπονομεύει το κοινοτικό πνεύμα της ενορίας και της θείας λειτουργίας της».

 

Θέτοντάς το διαφορετικά, η Ορθοδοξία έχει παρελθοντικό προσανατολισμό: Τα ατομικά και συλλογικά εγχειρήματα «πρέπει να αποτιμώνται βάσει της εναρμόνισής τους με τα έθιμα και τις παραδόσεις της κοινωνίας, με την καινοτομία και την αλλαγή να νομιμοποιούνται βάσει της παρελθούσας εμπειρίας».

 

Επομένως, σε περιβάλλοντα όπου ηγεμονεύει ο Προτεσταντισμός, «οι πλούσιοι δικαιούνται να εξυμνούν την επιτυχία τους ως ένδειξη θείας χάρης, ενώ οι φτωχοί εκλαμβάνουν την κατάστασή τους ως θεία καταδίκη». Απεναντίας, η Ορθοδοξία είναι καταδεκτική απέναντι στην ανημποριά του ατόμου με αποτέλεσμα «να εκλείπει η εξατομίκευση και να μην αναγνωρίζεται το άτομο ως αυτόνομη προσωπικότητα».

 

Στην Ορθόδοξη, ωστόσο, θεολογία η σχέση και ο δεσμός του ατόμου με τον Θεό διαμεσολαβούνται και φιλτράρονται από την κοινότητα των πιστών· ό,τι βλάπτει την κοινότητα συνεπαγωγικά βλάπτει και το άτομο. Ο ενάρετος δημόσιος βίος προϋποθέτει ωστόσο τέτοιες εξισωτικές πρακτικές, όπως η αρωγή στους φτωχούς και στους άτυχους, με τη συσσώρευση του πλούτου να γεννά υποψίες. Σε περιβάλλοντα τέτοια τύπου, «οι φτωχοί νιώθουν δικαιωμένοι μέσα στη φτώχεια τους, ενώ οι πλούσιοι νιώθουν αμήχανα αφού αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως αμαρτωλό».

 

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε πλήρως τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, κατά τη διάρκεια των οποίων η κουλτούρα της πατρονίας και της ευνοιοκρατίας αναμείχθηκε με τον ακατάσχετο λαϊκισμό ολόκληρου του ελληνικού πολιτικού φάσματος.

 

Διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις κατάφερναν να τα βγάζουν πέρα μέσω δανεισμού ή/και κρυφής παροχέτευσης των ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πόρων στη χρηματοδότηση ιλιγγιωδών μισθών και υπερβολικά γενναιόδωρων επιδομάτων. Ο υπερδανεισμός κατέστη αναπόφευκτος εφόσον οι δαπάνες αυξάνονταν και τα ευρωπαϊκά κονδύλια άρχισαν να στερεύουν. Κατ’ ουσίαν, το ελληνικό κράτος χρεωνόταν για να χρηματοδοτήσει ένα βιοτικό επίπεδο που υπερέβαινε την οικονομική απόδοση και το παραγωγικό επίπεδο της χώρας. Ο πολυδυσφημισμένος αφορισμός του κακότροπου, αλλά αναγνωρισμένου, πρώην υπουργού Θεόδωρου Πάγκαλου, «Όλοι μαζί τα φάγαμε», δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

 

Ουσιώδεις διαστάσεις της ελληνικής κουλτούρας επωάζουν και συντηρούν υψηλά επίπεδα διαφθοράς. Στην πραγματικότητα, το πρόβλημα της διαφθοράς στη χώρα είναι κατά βάση πολιτισμικό και κοινωνικό παρά οικονομικό. Οι άνθρωποι διαφθείρονται όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Με την ίδια λογική, δεν θα διαφθαρούν εάν το περιβάλλον είναι αποτρεπτικό.

 

Παρότι η παγκόσμια οικονομική καθίζηση και οι αδυναμίες της ίδιας της ΕΕ επιδείνωσαν το πρόβλημα, υπαίτια για την κρίση είναι η ίδια η Ελλάδα. Με αυτό το σκεπτικό, η επίλυσή της είναι πρώτα και κύρια ευθύνη των ίδιων των Ελλήνων.

 

Όταν οι Ιρλανδοί και οι Ισλανδοί ανακάλυψαν ότι οι οικονομίες τους διέτρεχαν κίνδυνο, κοντοστάθηκαν, κοίταξαν τους εαυτούς τους στον καθρέφτη και στη συνέχεια άλλαξαν ρότα, έβαλαν το μυαλό τους να δουλέψει, εξακρίβωσαν τι χρειαζόταν να γίνει και έπιασαν δουλειά. Δεν είναι σύμπτωση το ότι οι οικονομίες αυτών των χωρών ξαναμπήκαν για τα καλά σε τροχιά ανάκαμψης. Αντιθέτως, οι Έλληνες έχουν κατηγορήσει τους πάντες εκτός από τον εαυτό τους, χρησιμοποιώντας συχνά βιτριολικές και απρεπείς εκφράσεις εναντίον της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ και άλλων υποτιθέμενων φταιχτών που δεν συναινούν σε ένα άμεσο και άνευ όρων πρόγραμμα διάσωσης. Ένα δείγμα αυτής της επαρχιώτικης, εσωστρεφούς, αν όχι εθνικιστικής και εκτός πραγματικότητας, νοοτροπίας φαίνεται από τα ευρήματα έρευνας γνώμης του Ερευνητικού Κέντρου Πίου. Διενεργηθείσα το 2012, η έρευνα αφορούσε τη γνώμη των πολιτών σε οκτώ χώρες της ΕΕ σχετικά με το τι πιστεύουν οι μεν για τους δε. Στην ερώτηση ποιος είναι ο σκληρότερα εργαζόμενος, επτά στους οκτώ κατονόμασαν τους Γερμανούς ως τους πλέον εργατικούς· μόνο οι Έλληνες θεώρησαν τους εαυτούς τους σκληρότερα εργαζόμενους από όλους.

 

Δεν έχουν όμως χαθεί και όλα, εφόσον οι κουλτούρες εξελίσσονται και είναι επιδεκτικές αλλαγής, όπως και οι κοινωνίες.

 

Η δυτική φιλοσοφία διδάσκει ότι μια κρίση συνιστά τρομακτική πρόκληση αλλά ταυτόχρονα ευκαιρία αυτοεξέτασης και άντλησης διδαγμάτων από λάθη του παρελθόντος.

 

Παρότι χρήσιμες και αναγκαίες, οι εντατικές και πολυδιαφημισμένες –αν και πλημμελώς υλοποιημένες– εκστρατείες για το κυνήγι της διαφθοράς δεν είναι αρκετές. Η κουλτούρα και η διαφθορά είναι αλληλοεξαρτώμενες∙ καταπολεμώντας τη μία χωρίς να αγγίζεις την άλλη δεν κάνεις τίποτα – στην καλύτερη περίπτωση επιτυγχάνεις μια βραχυπρόθεσμη λύση.

 

Ανάμεσα στα άλλα, μια σημαντική παράμετρος σε αυτό το κίνημα εθνικής αναγέννησης θα πρέπει να είναι η ξεκάθαρη και με απλά λόγια διατυπωμένη θέση ότι η μη πληρωμή των φόρων –ή η αποδοχή μιας ελαφρώς χαμηλότερης αμοιβής για την αγορά υπηρεσιών έναντι της μη έκδοσης του σχετικού νόμιμου παραστατικού στοιχείου– μπορεί να προσφέρει ένα προσωρινό όφελος, αλλά μακροχρόνια οδηγεί αναπόφευκτα σε στερήσεις και κακουχίες. Δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, αλλά δεν υπάρχει και καιρός για χάσιμο.