Ράμφος Στέλιος
Οι νοοτροπίες είναι το κλειδί
Η-Εκδόσεις Πολιτειακό
Αθήνα, Φεβρουάριος 2019, σ. 30Αποσπάσματα από τη συνέντευξη:
Η κουλτούρα με τη μεγαλύτερη καθολικότητα, για εμένα, είναι ανώτερη. Νομίζω το κριτήριο είναι η καθολικότητα. Δηλαδή η κουλτούρα ενός χωριού της Αφρικής δεν είναι η κουλτούρα της Αθήνας του 5ου αιώνα, διότι ο Παρθενώνας ισχύει για όλη την οικουμένη και για όλους τους αιώνες.
Τέτοια πράγματα παρουσιάζουν μακροβιότητα όταν υπάρχει υπόβαθρο θρησκευτικό. Όταν οι ιδέες είναι πολωμένες και οι λύσεις είναι δήθεν απόλυτες – ταξική και αταξική κοινωνία, εθνικισμοί απόλυτοι. Πίσω από τέτοιες λύσεις υπάρχουν πάντα θρησκευτικά υπόβαθρα, τα οποία δεν αναγνωρίζονται εύκολα, αλλά είναι πολύ αποφασιστικά διότι μόνο η θρησκεία μπορεί να διαχειριστεί το Απόλυτο. Όλοι οι άλλοι τα σχετικά διαχειρίζονται. Εσύ νομίζεις ότι είσαι άθεος, αλλά εκτελείς ακριβώς κατά γράμμα αυτό που η ανάγκη του θρησκευτικού Απολύτου σού επιβάλλει με κοσμικούς όρους. Καλό είναι να ξέρουμε ότι η λογική του Απολύτου είναι θρησκευτικής φύσης. Αυτό φαίνεται να ισχύει και για ανθρώπινες καταστάσεις όπως ο έρωτας.
Το θέμα δεν είναι να νικήσουμε τον θάνατο, είναι να συμφιλιωθούμε μαζί του. Γιατί η ιδέα ή το βίωμα της αιωνιότητας μπορεί να μας κάνει τέρατα. Αφού δεν παθαίνουμε τίποτα, να μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Νομίζω είναι φρονιμότερο να πεθαίνουμε και να συμφιλιωθούμε με αυτό το γεγονός, το οποίο κάθε μέρα μπορεί να μας λέει «γίνετε λίγο καλύτεροι».
Η κοινωνία της ευθύνης, που είναι ακόμα πιο προηγμένη, αφορά τις κοινωνίες όπου ο άνθρωπος αποφασίζει να πάρει επάνω του το βάρος του Άλλου και επομένως να χτίσει πια ένα Εγώ το οποίο είναι ανοικτό προς τον απέναντι άνθρωπο.
Για ποιον λόγο γίνεται έτσι, ώστε τα πράγματα στην Ελλάδα να έρχονται συνεχώς ανάποδα, για ποιον λόγο τσακωνόμαστε συνέχεια, για ποιον λόγο δεν ξελασπώνουμε. Αποφάσισα λοιπόν να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει και το αυξανόμενο ενδιαφέρον μου υπήρξε η αιτία που με έκανε να γυρίσω στην Ελλάδα. Διότι δίδασκα στο πανεπιστήμιο και θα μπορούσα να μείνω. Ένοιωθα ωστόσο ότι ο χώρος αυτού που με ενδιέφερε ήταν εδώ, οπότε και γύρισα. Ανακάλυψα ότι ανήκω σε μια χώρα με μεγάλο παρελθόν, αλλά μικρή Ιστορία, χώρα για την οποία δεν ίσχυαν όσα νόμιζα ότι ίσχυαν για αυτήν. Ότι δηλαδή ζούσα σε μια χώρα απλώς υποτελή στους ξένους, χωρίς αναπτυγμένη αστική τάξη, την οποία κυβερνούσε μια οικονομική ολιγαρχία και το παλάτι.
Συνεχώς ανακαλύπτω και άλλες πλευρές ενός τύπου ανθρώπου, ο οποίος ζει συνέχεια σκεπτόμενος με όρους επιθυμίας, και δυστυχώντας για αυτό. Ξεκινάει χωρίς διάθεση να μάθει τι ακριβώς είναι, με μια εσωστρέφεια τέτοια που του απαγορεύει να στραφεί και να σκεφθεί μέσα του, που μαθαίνει να ξεχνάει γρήγορα, να δοξάζει οποιονδήποτε τον κολακεύει, που αισθάνεται μεγάλος, ενώ είναι ένα διαρκές μικρό παιδί ανεξαρτήτως ηλικίας. Και ως κουλτούρα είναι ένα τέτοιο πράγμα. Εξού και η ανάγκη του για ένα προστατευτικό κράτος, για έναν καλό μπαμπά, ο οποίος του δίνει επιδόματα, του δίνει το ένα του δίνει το άλλο. Ο Έλληνας είναι ένα μικρό παιδί, «αεί παίδες», που έλεγε ο Πλάτωνας στον Τίμαιο. Δηλαδή είναι ένας λαός που δεν έχει βρει τον τρόπο να μεγαλώσει. Ενώ είναι ο λαός που εφηύρε τη λογική, παραδόξως κατάντησε ο λαός που έχει παραδοθεί στα συναισθήματά του. Θεωρώ ότι το κλειδί αυτής της ιστορίας, το κλειδί να κατανοήσουμε αυτό το πρόβλημα είναι το Βυζάντιο και ο χριστιανισμός. Εκεί πρέπει να επιμείνουμε.
Έχοντας τελειώσει τα βυζαντινά όνειρα, μπήκα στην Τουρκοκρατία, όπου εκεί με ενδιαφέρουν οι Αποκαλύψεις, βιβλία προφητικά όπως ο Αγαθάγγελος, μύθοι όπως ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς, έργα καθοριστικά για ό,τι ακολουθεί μέχρι σήμερα. Διότι εκεί μπορούμε να περικυκλώσουμε τους λόγους για τους οποίους έχει γίνει δοκιμασία η ιστορική συνείδηση στον λαό μας. Είναι τόσο έντονο το αποκαλυπτικό στοιχείο, ώστε η ιστορική συνείδηση, δηλαδή πώς να σκέπτομαι την ιστορία, τι πρέπει να κάνω και πώς πρέπει να οργανώσω τη φορά μου προς τα εκεί, τι νόημα έχει αυτό που θέλω να κάνω είναι ακόμη εγχείρημα δύσκολο. Στην πραγματικότητα, είμαστε ακόμη έρμαια των συγκυριών, δεν κάνουμε απλώς λάθη.
Η διάδοση που πήραν οι μαρξιστικές ιδέες στην Ελλάδα ήταν καταστροφική για κάθε έρευνα η οποία ξέφευγε από τα όρια της πάλης των τάξεων και τον δογματισμό του ιστορικού υλισμού, διότι αυτά τα φαινόμενα έμειναν εποικοδομήματα υλικών όρων, και βεβαίως η σχετική έρευνα δεν μπορούσε να προχωρήσει με τίποτα, μολονότι ένας γκραμσιανού τύπου μαρξισμός θα έβρισκε κάποιον χώρο για τέτοιου είδους ενδιαφέροντα. Όχι βεβαίως σπουδαία πράγματα. Ο μαρξισμός υπήρξε μοιραία εξέλιξη στην πνευματική ιστορία του τόπου μας. Διαμόρφωσε δογματοπαγείς, κλειστούς τρόπους σκέψης οι οποίοι απηχούν την πιο στενή λογική της Εκκλησίας, εφαρμοσμένη στα θέματα του κόσμου. Άρα με μεγάλη εμβέλεια και δύναμη. Μπορεί μεν η Εκκλησία να μιλάει για τα επουράνια, αλλά η λογική είναι η ίδια, και για αυτό έχουν τέτοια διάδοση κυρίως στα λαϊκά στρώματα. Μπορεί να είσαι δηλωμένος άθεος και στο βάθος να είσαι ο πιο πιστός άνθρωπος του κόσμου, γιατί ακριβώς κινείσαι με αυτήν τη λογική. Υπό αυτή την έννοια, είναι παραϊστορικό ζευγάρι.
Αλλά άλλο να πιστεύεις, και άλλο να ξέρεις τι κάνεις. Δεν είναι κακό να πιστεύεις, αλλά πρέπει να ξέρεις τι κάνεις. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ. Το γεγονός ότι μπορούσα να δω, εκ των έσω, τις βαθιές πραγματικότητες που συγκροτούν την ελληνική νοοτροπία, να τις καταλάβω και να μπορώ να τις αποτιμήσω. Αυτό νομίζω βοήθησε πάρα πολύ. Και για αυτό είμαι ευγνώμων.
Θεωρώ ότι δεν είναι άλμα να φύγεις από τον μαρξισμό και να αισθανθείς συγγένεια με τη θρησκεία. Είναι μια φυσιολογική εξέλιξη. Λες: «τώρα καταλαβαίνω ότι ήμουν θρησκευόμενος».
Προσωπικά, δεν το χαρακτηρίζω αυτό ως «μετατόπιση». Το χαρακτηρίζω ως μια πορεία, όπου κανείς αφήνει βαρίδια στην μπάντα. Δηλαδή πολλοί όταν μιλάνε για την πορεία μου χρησιμοποιούν την έκφραση «στροφή». Εγώ δεν τη χρησιμοποιώ. Αφήνεις πίσω σου βαρίδια. Έτσι θα χαρακτήριζα την πορεία μου. Για αυτόν τον λόγο και δεν αισθάνομαι αντιπαλότητα με αυτά τα πράγματα. Τα αισθάνομαι ως κομμάτια της ζωής μου, χαίρομαι για όλα αυτά και χαίρομαι ακριβώς γιατί κατάφερα να είμαι ζωντανός απέναντί τους και να προχωράω.
Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι εμείς, αντί να φτιάχνουμε μέλλον, μένουμε στο παρελθόν.
Το δράμα με εμάς τους Έλληνες είναι ότι δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Αν δεν ξέρεις τι θέλεις, δεν μπορείς να διαχειριστείς τίποτα.
Έχω προσπαθήσει να αναπτύξω αυτό το θέμα στον Καημό του ενός, σημειώνοντας ότι, ανθρωπολογικά μιλώντας, αν θα θέλαμε να κάνουμε μια αποτίμηση των εσωτερικών γεγονότων, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι τον 11ο-12ο αιώνα, στο Βυζάντιο, έγινε μία προσπάθεια ανάπτυξης του ατομικού στοιχείου, αυτό δηλαδή που ονομάζουμε εξατομίκευση, η οποία δεν τελεσφόρησε. Επειδή όμως το ίδιο στοιχείο τελεσφόρησε λίγο αργότερα στη Δύση, είχαμε τη νεότερη ευρωπαϊκή κοινωνία και τις μεγάλες ιστορικές εξελίξεις χάρη στο άτομο που διαμορφώνεται και το οποίο είναι απελευθερωμένο πλέον από το ζυγό της ομάδας, χωρίς η ομάδα να διαλύεται. Δημιουργούνται νέου τύπου κράτη, οι κοινωνίες οργανώνονται διαφορετικά. Αλλά για το Βυζάντιο χάθηκε η μεγάλη ιστορική ευκαιρία να υπάρξει το άτομο της πρωτοβουλίας, το οποίο θα μπορούσε να φέρει ιστορική συνείδηση, άρα σκοπούς ιστορικούς και οργάνωση αυτών των σκοπών. Αυτό θεωρώ ότι παίχτηκε και χάθηκε τότε.
Νομίζω είναι δύσκολο, γιατί η δομή της Ανατολικής Εκκλησίας και η παράδοσή της δεν ευνοεί τέτοια πράγματα. Έχοντας χάσει το νήμα της Ιστορίας από πολύ νωρίς, είχε μία ύπαρξη καθαρά αμυντική. Οι Προτεστάντες έχουν επιθετική, με την καλή έννοια, ύπαρξη, και βγαίνουν προς τα έξω, ενώ οι Καθολικοί άρχισαν να το διεκδικούν και να το πετυχαίνουν σε κάποιον βαθμό με τη Δεύτερη Βατικανή Σύνοδο, να αποκτούν μια σχέση με την Ιστορία χωρίς να απεμπολούν τα έσχατα. Αντιθέτως, εμείς δεν έχουμε τον φυσικό χρόνο, έχουμε την αιωνιότητα. Μη έχοντας φυσικό χρόνο δεν μπορείς να σκεφτείς με όρους πράξης. Εκείνο το οποίο κατακαλύπτει την πράξη στην περίπτωσή μας είναι ότι τη θέση της καταλαμβάνει το τυπο-τελετουργικό στοιχείο. Ο τελετουργικός τύπος θέλει να είναι η πραγματικότητα της Βασιλείας των Ουρανών, αλλά επειδή αυτή η πραγματικότητα τελείται 8 με 10 κάθε Κυριακή πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα δρώμενά της έχουν συμβολικό χαρακτήρα και απευθύνονται στην εσωτερική, όχι στην αισθητηριακή εμπειρία του πιστού. Αλλιώς ο πιστός υποχρεούται να αντικαθιστά φαντασιακά είτε ιδεολογικά τα ελλείμματα της ζωής, με αποτέλεσμα ή να συμβιβάζεται με τις ψευδαισθήσεις του ή να έρχεται σε παθογόνο ρήξη με την ιστορική πραγματικότητα και τον κόσμο.
Τι σημαίνει μια κοινωνία-γέρος; Τι σημαίνει για την ίδια της την αυτογνωσία και τη διάθεση να αλλάξει; Η κοινωνία των γέρων δεν θέλει να αλλάξει τίποτα. Και δεν είναι τυχαίο ότι ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας είναι να μην αλλάζει τίποτα. Και τα κόμματα που εναλλάσσονται, εναλλάσσονται για να μην αλλάξει τίποτα, κατηγορώντας το ένα το άλλο ότι δεν κάνει τίποτε και ότι το ίδιο θα τα αλλάξει όλα. Εδώ επιβεβαιώνεται απολύτως Ο γατόπαρδος του Λαμπεντούζα. Δείχνει ακριβώς πώς μία κοινωνία δουλεύει για να μην αλλάξει τίποτα. Πώς τους εξεγερμένους τους πληρώνει ο άρχοντας, πώς τους βοηθά να καταλάβουν την εξουσία. Καταλαβαίνει, και αυτή είναι η τελευταία φράση του μυθιστορήματος, ότι ο «καλύτερος τρόπος να μην αλλάξει τίποτα, είναι να αλλάξουν όλα»!
Η αύξηση των συντελεστών της ελευθερίας επιφέρει ταυτόχρονα και την αναζήτηση ικανοτήτων για τη χρήση της ελευθερίας σου. Και ατυχώς, την ώρα που η ίδια η κοινωνία δίνει ελευθερίες, δεν σε ετοιμάζει για αυτές. Έτσι, στο σχολείο που θα πας, δεν μαθαίνεις να αυτενεργείς. Δηλαδή έχουμε ένα κουβάρι από αντιφατικές πραγματικότητες, οι οποίες προκαλούν τέτοια αποτελέσματα. Όταν ζεις σε μια κοινωνία η οποία δεν πιστεύει στην πράξη, όπως η ελληνική, είναι μοιραίο η κοινωνία αυτή να ενισχύει όλους τους ψυχολογικούς παράγοντες και συντελεστές οι οποίοι τείνουν να στερήσουν από τα πράγματα το νόημα. Τα πράγματα έχουν νόημα αφής στιγμής έχουμε εμείς σκοπό. Αν δεν έχουμε κανέναν σκοπό, τίποτε δεν έχει νόημα.
Εκείνο που δεν μπορεί να ανεχθεί ο αναρχικός είναι το φιλελεύθερο καθεστώς, γιατί εκεί πρέπει να αναλάβει ευθύνες. Δεν είναι να φτιάχνει μολότοφ στο Πολυτεχνείο και να τις πετάει. Δεν αρκεί αυτό. Μου αρέσει να επαναλαμβάνω κάτι που έλεγε ο Ντοστογιέφσκι στους Αδελφούς Καραμάζοφ: «Επαναστάτης είναι ένας ασήμαντος άνθρωπος με αβυσσαλέες φιλοδοξίες». Αυτό νομίζω τα λέει όλα.
Θεωρώ ότι το Βυζάντιο είναι ένας μεγάλος πολιτισμός, ο οποίος όμως έκανε την ανατολική επιλογή της στατικότητας. Δεν μπήκε ποτέ στον χρόνο. Αυτό του επέτρεψε να διατηρηθεί 1.100 χρόνια με διαστήματα αναλαμπών ισχυρά, αλλά με μια προϊούσα κατεύθυνση και πορεία προς την παρακμή γιατί δεν είχε δυνάμεις ανανέωσης. Δεν μπορούσε να έχει δυνάμεις ανανέωσης για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Δεν τις χρειάζεται η ασάλευτη αιωνιότητα. Έχασε τις μεγάλες ευκαιρίες που θα μπορούσε να έχει. Τις έχασε τον 11ο-12ο αιώνα και από εκεί και πέρα η ιστορία κρίθηκε. Δεν είναι τυχαίο ότι η αγιογραφία στο Βυζάντιο ήταν μια τέχνη χωρίς προοπτική. Όταν δεν έχεις προοπτική, όταν δεν έχεις βάθος, σημαίνει ότι δεν έχεις χρόνο. Εκείνο που έφερε η Αναγέννηση ήταν η προοπτική. Δηλαδή τι; Το βάθος του χρόνου. Αυτό δείχνει ακριβώς τα μεγέθη για τα οποία πρέπει να συζητάμε.
Η αποτίμησή μου γενικώς για τη Μεταπολίτευση είναι ότι πρόκειται για το μεγαλύτερο κακό που έκανε η δικτατορία στην Ελλάδα: ότι δημιούργησε δηλαδή τις προϋποθέσεις μιας παρακμιακής Μεταπολίτευσης. Ποιο είναι το πρόβλημα: ότι οι πολιτικές δυνάμεις, κυρίως το ΠΑΣΟΚ, μετά το ’81, επιδόθηκαν σε μια κολακεία του κόσμου η οποία έγινε αιτία κάθε ευτέλειας. Δηλαδή κολάκευσαν τόσο τον κόσμο, ώστε ο κόσμος πίστεψε ότι έχει δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις. Αυτό προκάλεσε τη μεγάλη ζημιά. Αυτό είναι η καταστροφή μιας κοινωνίας. Αν θεωρείς ότι εσύ έχεις δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις σημαίνει ότι έχει τελειώσει το σύμπαν. Όλα τα άλλα θα ήταν επανορθώσιμα. Και επειδή η λογική του κατήφορου, όπως έλεγε ο Λένιν, είναι ο πάτος, τον πάτο ζούμε σήμερα.
Δεν είμαστε δηλαδή εντελώς άχρηστοί. Είμαστε πολύ χρήσιμοι, αρκεί να είμαστε απελευθερωμένοι από το τέρας που λέγεται ελληνικό κράτος. Το κράτος είναι η μορφή του παρελθόντος το οποίο ζει με το αίμα του, πίνοντας. Το γεγονός ότι έχουμε εγκαταλείψει τη θάλασσα και έχουμε γίνει τουριστική χώρα είναι πάρα πολύ βαρύ γιατί στο επίπεδο των νοοτροπιών μάς δημιουργεί εντελώς άλλες συμπεριφορές από εκείνες που ζητάει η θάλασσα, δηλαδή την επικοινωνία, το άνοιγμα το διαρκές. Έχουμε γίνει στεριανοί, ενσαρκώνουμε μια κλεισούρα απόλυτη, στην οποία μας ενισχύει πάρα πολύ η τηλεόραση και τα υπόλοιπα μέσα, δημιουργώντας την ψευδαίσθηση μιας μοναδικότητας, η οποία επιτρέπει να νομίζουμε ότι οι πάντες μας χρωστάνε.
Η Επανάσταση λοιπόν ήταν ένα κράμα επιδιώξεων και επιθυμιών, όπου τα πιο ψηλά με τα πιο χαμηλά συνευρίσκονταν. Έτσι, το σπουδαιότερο από όλα δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί. Δηλαδή έγινε η Επανάσταση, αλλά όχι η υπέρβαση. Φτιάξαμε ένα κράτος, αλλά κρατήσαμε τον εαυτό μας όπως ήταν.
Επειδή στην Ελλάδα είμαστε ψυχολογικά ακραίοι, και ο καθένας κοιτάει να κάνει το δικό του, δεν καταφέρνουμε αυτές τις συνθέσεις, ή τις κάνουμε τόσο άτσαλα, ώστε δεν έχουν αποτέλεσμα. Η θρησκευτική μας απολυτότητα αποκρούει το μέτρο. Δεν χρειαζόταν ο Βενιζέλος να πάει στον Διχασμό, ο οποίος βαραίνει μέχρι σήμερα την Ελλάδα με άλλες προεκτάσεις του. Δεν χρειαζόταν ο Παπανδρέου με τον Βασιλιά να φτάσουν σε τέτοιο σημείο ρήξης, ώστε να γίνει δικτατορία, η οποία υπήρξε μοιραία για τις πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Πρέπει να μάθουμε τη σοφία της μίξης και τη σοφία των αναλογιών. Πολύ δύσκολο πράγμα!
Γιατί στα ριζικά πράγματα, πρέπει να συνεργάζονται και οι νοοτροπίες. Άλλο να λες ότι «δεν υπάρχει Ιουδαίος ή Έλληνας, δούλος ή ελεύθερος, άνδρας ή γυναίκα», και άλλο να το κάνεις. Έτσι, φθάνεις σε σημείο μόλις τον 8ο-9ο αιώνα να αρχίζει να φαίνεται κάτι στον ορίζοντα. Είτε στη Ρωσία οι δούλοι να απελευθερώνονται μετά τα μέσα του 19ου αιώνα και την ίδια περίοδο στην Αμερική να έχουμε πόλεμο Βορείων και Νοτίων για το ίδιο θέμα. Και σήμερα ακόμη να υπάρχουν στην ανθρωπότητα δεκάδες εκατομμύρια δούλοι, με μέσο όρο ηλικίας τα δώδεκα έτη, παιδάκια τα οποία ικανοποιούν σεξουαλικές διαστροφές είτε προσφέρουν εργασία. Για αυτό λέμε οι νοοτροπίες είναι το κλειδί. Ανάμεσα σε μια καλή κουβέντα που θα πεις και στο να γίνει αυτή η καλή κουβέντα, περνούν αιώνες. Οι αιώνες για την ιστορία δεν είναι τίποτα, για μας όμως είναι πολύ. Είναι αιώνες πόνου.
Από τη στιγμή που δεν έφθανε η πρώτη εμφάνιση αλλά χρειαζόταν και Δευτέρα Παρουσία, ένα τέλος της ιστορίας, μοιραίο ήταν ότι έπρεπε να γίνει κάποια αναπλήρωση. Την ανέλαβαν η Εκκλησία και οι επαναστάσεις.
Η αξία των θρησκειών έγκειται στο ότι προσφέρουν έναν κόσμο νοημάτων, μέσα από τον οποίο μπορούμε να καταλάβουμε τη ζωή μας. Εάν θελήσουμε να σκεφτούμε με όρους λογικής τη θρησκεία, δεν κάναμε τίποτα. Άλλωστε, η λογική είναι πολύ πιο φτωχό πράγμα από τον μύθο. Η λογική δίνει γνώσεις, ο μύθος δίνει νοήματα. Συγκρίνεται ένα έργο τέχνης με την ανακάλυψη ενός ηλεκτρονικού εργαλείου; Αλλά πώς μπορεί να αντέξει στη γνώση και την αντικειμενικότητα ένα έργο τέχνης; Είναι ολόκληρο φτιαγμένο με υλικά νοήματος. Από τη θρησκεία ζητάμε νοήματα ζωής.
Με το να γίνεται άνθρωπος ο Θεός αλλάζει η τάξη των ανθρώπων, επικρατεί ένα νέο παράδειγμα. Ανοίγει η δυνατότητα ο άνθρωπος να προσφέρει την αδυναμία του και να της δώσει έτσι νόημα. Γίνομαι Θεός δεν σημαίνει ανεβαίνω στον ουρανό. Σημαίνει παίρνω μια πρωτοβουλία απέναντι στην ύπαρξή μου. Δεν την αφήνω έρμαιο της μοίρας.
Οι μεγάλες αλλαγές, και στη ζωή μας, γίνονται όταν αλλάξουμε εικόνα για εμάς. Με τον Χριστό απέκτησε για τον άνθρωπο σημασία ο εαυτός του. Μπορούσε πια να κινείται πιο ελεύθερα.
Όπου υπάρχει νέο περιεχόμενο ζωής, επέρχεται και αλλαγή. Στην Ελλάδα δεν αλλάζει τίποτα, γιατί δεν αλλάζει το νόημα της ζωής. Οι συντελεστές της στασιμότητας είναι οι κοινωνικές συνήθειες και η αποπετρωμένη μορφή θρησκευτικότητας, η οποία θα μπορούσε να έχει καλύτερη τύχη. Γιατί έχει μεγάλο πλούτο η ασκητική μας παράδοση. Αντιστίζει ως ερμηνευτικό βίωμα, αερίζει την κλεισούρα των τύπων της Ορθοδοξίας. Δεν είναι μικρό πράγμα.
Τα οιδιπόδεια λύνονται όταν ανδρώνεσαι, όχι όταν απλώς ξεσπάς.
Νομίζω οι μηχανές δεν θα νοιώσουν ποτέ στον προγραμματισμό τους κατάπληξη ούτε θαυμασμό. Δεν θα νοιώσουν την ανάγκη ελευθερίας, αποδράσεως από το δεδομένο, υπέρβασής του! Υπερβαίνουν μόνο υλικές αντιστάσεις, ουδέποτε τον εαυτό τους. Δεν μπορούν να αγαπούν.