Λουκς Στίβεν

Οι έννοιες του «ατομικισμού»

(μτφρ.)
Θανάσης Κουραβέλος

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Οκτώβριος 2021, σ. 31
Θέματα: 
ΑνθρωπολογίαΑτομικισμός
ΙστορίαΙστορία των ιδεών
ΚοινωνιολογίαΚοινωνιολογία της γνώσης
Λέξεις-κλειδιά: 
Διαφωτισμός
Γαλλική Επανάσταση
συντηρητισμός
σοσιαλισμός
Μεταρρύθμιση
προτεσταντισμός
αναρχισμός
ρομαντισμός
Μπούρκχαρτ
κεφαλαιοκρατισμός
φιλελεύθερη δημοκρατία
κοινωνικός δαρβινισμός
ωφελιμισμός

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Οι σενσιμονιστές συμμερίζονταν τις ιδέες των αντεπαναστατών αντιδραστικών – την καταδίκη της εξύμνησης του ατόμου εκ μέρους του Διαφωτισμού, τον τρόμο για τον κοινωνικό εξατομισμό και χαοτισμό, όπως και το όραμα για μια οργανική, ακλόνητη, ιεραρχικά διαρθρωμένη, αρμονική κοινωνική τάξη. Ωστόσο, ενέτασσαν αυτές τις ιδέες σε μια ιστορικώς προοδευτική κατεύθυνση: η εν λόγω κοινωνική τάξη δεν επρόκειτο να είναι η εκκλησιαστική και φεουδαλική τάξη του παρελθόντος, αλλά η βιομηχανική τάξη του μέλλοντος. Στην πραγματικότητα, οι προσυλητίζοντες σενσιμονιστές συστηματοποίησαν τις ιδέες του δασκάλου τους σε μια ακτιβιστική και απίστευτα επιδραστική κοσμική θρησκεία, μια ιδεολογική δύναμη που λειτουργούσε ως ένα είδος προτεσταντικής ηθικής για τον επεκτεινόμενο κεφαλαιοκρατισμό των ευρωπαϊκών καθολικών κρατών του δέκατου ένατου αιώνα.

 

Είναι γεγονός ότι υπήρξε μια ομάδα γάλλων επαναστατών ρεπουμπλικανών Καρμπονάρων τη δεκαετία του 1820 που υπερηφάνως αυτοαποκαλούνταν «Κοινωνία των ατομικιστών» και ότι διάφοροι μεμονωμένοι στοχαστές υιοθέτησαν τον εν λόγω τίτλο, ανάμεσα τους ο Προυντόν – μολονότι ακόμα και αυτός εκλάμβανε την κοινωνία ως μια «sui generis οντότητα» και υποστήριζε ότι «πέραν της ομάδας υφίστανται μόνο αφαιρέσεις και φαντάσματα». Από τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα, φιλελεύθεροι προτεστάντες και αργότερα μερικοί λεσέ φερ φιλελεύθεροι άρχισαν να αυτοαποκαλούνται ατομικιστές.

 

Λίγοι καλοδέχτηκαν τον χαρακτηρισμό, ενώ αρκετοί, από τον Μπαλζάκ και έπειτα,  τόνισαν τη διάκριση μεταξύ του “individualisme”, εννοώντας την αναρχία και τον κοινωνικό εξατομισμό, και της “individualité”, εννοώντας την προσωπική ανεξαρτησία και την αυτοπραγμάτωση.

 

Οι σοσιαλιστές αντιδιέστελαν συνήθως τον ατομικισμό προς μια ιδεώδη συνεργατική κοινωνική τάξη, περιγραφόμενη ποικιλοτρόπως ως «ένωση», «αρμονία», «σοσιαλισμός» και «κομουνισμός»· ο σχετικός όρος αναφερόταν στην οικονομική θεωρία του λεσέ φερ, όπως και την αναρχία, τον κοινωνικό εξατομισμό και την εκμετάλλευση που προκλήθηκε από τον βιομηχανικό κεφαλαιοκρατισμό.

 

Άλλοι σοσιαλιστές χρησιμοποίησαν τον όρο πιο περίπλοκα.  Ο Λουί Μπλαν εξέλαβε τον ατομικισμό ως θεμελιώδη πολιτισμική αρχή, εμπεριέχοντα τον προτεσταντισμό, την αστική τάξη και τον Διαφωτισμό, κομίζοντα μια ιστορικώς αναγκαία, αν και απατηλή και ατελή, ελευθερία. Το προοδευτικό του στοιχείο υπήρξε μια νέα αυτοπεποίθηση, μια νέα χειραφέτηση από τις παραδοσιακές δομές και μια απόρριψη της Αυθεντίας στη θρησκευτική, οικονομική και διανοητική σφαίρα· χρειαζόταν ωστόσο να υπερβαθεί και να ολοκληρωθεί κατατείνοντας σε μια μελλοντική εποχή σοσιαλιστικής Αδελφοσύνης.

 

Με τα λόγια του ίδιου του Μπλαν:   […] ο ατομικισμός συνέβαλε καίρια στην επίτευξη μιας τεράστιας προόδου. Παρείχε περιθώρια ελιγμών και ελευθερίας στον εδώ και πολύ καιρό καταπιεζόμενο ανθρώπινο στοχασμό, μεθώντας τον με υπερηφάνεια και τόλμη· υπέβαλε στην κρίση του καθενός σύνολες τις παραδόσεις αιώνων, όπως και τα κατορθώματα και τις αντιλήψεις τους· απομόνωσε τον άνθρωπο προκαλώντας του τόσο μια αίσθηση αγωνίας και διακινδύνευσης, όσο και ενίοτε μια αίσθηση μεγαλείου, και του επέτρεψε να επιλύσει για λογαριασμό του, εν μέσω μιας τιτάνιας πάλης, και εν μέσω των τριγμών μιας οικουμενικής διαμάχης, το ζήτημα της ευτυχίας και του πεπρωμένου του […] – σε κάθε περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με ένα λαμπρό επίτευγμα, που πιστώνεται στον ατομικισμό. Κάποιος υποχρεούται επομένως να αναφέρεται σε αυτόν με σεβασμό, εκλαμβάνοντας τον ταυτόχρονα ως μια αναγκαία μετάβαση.

 

Η ιστορία της γερμανικής ιδέας περί ατομικότητας υπήρξε αξιοπρόσεκτη. Ενώ αρχικά ξεκίνησε ως λατρεία της ατομικής ιδιοφυΐας και πρωτοτυπίας –καλλιτεχνικά πρωτίστως χαρακτηριστικά– δίνοντας έμφαση στη σύγκρουση ατόμου-κοινωνίας, όπως και στις υπέρτατες αξίες της υποκειμενικότητας, της μοναχικότητας και της ενδοσκόπησης, κατόπιν ακολούθησε ποικίλους ατραπούς. Μία από αυτές οδήγησε στην άνευ εμποδίων αναζήτηση της εκκεντρικότητας, τον ωμότερο εγωισμό και τον κοινωνικό μηδενισμό. Αυτή η εξέλιξη προσέλαβε την πλέον ακραία μορφή της στη σκέψη του Μαξ Στίρνερ, του οποίου ο «ατομικισμός» κατέληξε σε ένα άηθες και αντιδιανοουμενιστικό όραμα ελεύθερα συνεργαζόμενων και αυτο-επιβαλλόμενων εγωιστών.

 

Εν προκειμένω, ο προσωπικός «ατομικισμός» των πρώιμων ρομαντικών ταχύτατα μετασχηματίστηκε σε μια οργανική και εθνικιστική θεωρία της κοινότητας –με την καθεμία κοινότητα να είναι μοναδική και αυτάρκης–, θεωρία συμφωνά με την οποία, όπως έχει ισχυριστεί ένας πρόσφατος μελετητής, το άτομο «επέπρωτο να συγχωνευθεί και να συμφυρθεί με τη φύση και τον Λαό» έτσι ώστε «να καταφέρει να πραγματώσει την αυτοέκφρασή του και την ατομικότητά του». Επιπλέον, η ιδιότητα της ατομικότητας δεν αποδιδόταν πλέον απλώς στα πρόσωπα, αλλά και σε υπερπροσωπικές δυνάμεις, ειδικότερα στο έθνος ή το κράτος.

 

Ο «ατομικισμός» είχε, από το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου, αποκτήσει μια σημαντική θέση στο λεξιλόγιο της αμερικανικής ιδεολογίας. Στην πραγματικότητα, ακόμα και όσοι επέκριναν την αμερικανική κοινωνία, από τους υπερβατιστές της Νέας Αγγλίας έως τους υπέρμαχους του Ενιαίου Φόρου και τους Λαϊκιστές, το έπρατταν συνήθως στο όνομα του ατομικισμού.   Ο όρος απέκτησε διαφορετικές νοηματικές στρώσεις υπό τις διαδοχικές επιρροές του Πουριτανισμού της Νέας Αγγλίας, της τζεφερσόνιας παράδοσης και της φιλοσοφίας των φυσικών δικαιωμάτων· του Ουνιταριανισμού, του Υπερβατισμού και του Ευαγγελισμού· της ανάγκης του Βορρά να θωρακιστεί ιδεολογικά έναντι της πρόκλησης του Νότου· των εξαιρετικά δημοφιλών εξελικτικών και λεσέ φερ ιδεών του Χέρμπερτ Σπενσερ και της ανάπτυξης του Κοινωνικού Δαρβινισμού· και της μόνιμης και συνεχούς πίεσης εναλλακτικών, ευρωγενών ιδεολογιών.

 

Μπορεί, πράγματι, να υποστηριχθεί ότι η απουσία μιας πραγματικής σοσιαλιστικής παράδοσης στην Αμερική αποτελεί εν μέρει απότοκο της ευρύτατης διάδοσης της ατομικιστικής ιδεολογίας.

 

Ο Τζον Στιούαρτ Μιλ (που ήταν έντονα επηρεασμένος από τους σενσιμονιστές) υποστήριζε ότι «η ηθική εναντίωση στον ανταγωνισμό, ως αντιπαράθεση όλων έναντι όλων, εξασφαλίζοντας το όφελος κάποιου επί ζημία τρίτων, εξαναγκάζοντας όλους όσοι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν αλλά ούτε και να χάσουν να ζουν εν μέσω θηρίων, σε καμία περίπτωση δεν αξίζει της απαξίωσης που τρέφουν για αυτήν ορισμένοι από τους αντίπαλους του σοσιαλισμού. […] Ο σοσιαλισμός, όσο επιτίθεται στον σημερινό ατομικισμό, κερδίζει με ευκολία τις εντυπώσεις· η αδυναμία του μέχρις στιγμής είναι σε ό,τι προτείνει προς αντικατάστασή του».

 

Ανάμεσα στις εντόπιες χρήσεις, η αναφορά του όρου στον μη κομφορμισμό είναι έκδηλη στην καταδίκη εκ μέρους του Γλάδστωνα –ο οποίος έφθασε σε κάποια περίοδο να συνηγορεί υπέρ μίας κρατικής θρησκείας– του «ατομικισμού μας στη θρησκεία» και στη διάκριση του Μάθιου Άρνολντ μεταξύ της εκκλησιαστικής σύλληψης των Καθολικών για τη Θεία Ευχαριστία και των απαρχών της «όπως τη θεμελίωσε ο Χριστός» όπου «συνιστά την καθαγίαση του απόλυτου ατομικισμού».