Ρεβέλ Ζαν-Φρανσουά
Η επανάσταση και η απάτη του ολοκληρωτισμού
Η-Εκδόσεις Πολιτειακό
Αθήνα, Φεβρουάριος 2015, σ. 15Αποσπάσματα από το κείμενο:
Ένα απατηλό είδωλο έχει κυριαρχήσει στην πολιτική, και πιο συγκεκριμένα στην πολιτική κουλτούρα της Αριστεράς, από τον ύστερο δέκατο όγδοο αιώνα: η ιδέα της επανάστασης. Είναι δύσκολο να αναλογιστούμε άλλες παρανοημένες ιδέες που να έχουν προξενήσει τόσο μεγάλη βλάβη και να έχουν συμβάλλει τόσο πολύ στην καθυστέρηση της εξέλιξης προς τη δημοκρατία και την ελευθερία σε ολόκληρο τον κόσμο. Εδώ είναι που ανακαλύπτουμε την ολέθρια ιδέα ότι η κοινωνία δεν μπορεί να βελτιωθεί σιγά σιγά, και ότι, αντιθέτως, πρέπει να καταστραφεί και να αναθεμελιωθεί από την κορυφή προς τη βάση. Αυτή η προκατάληψη συνέβαλε στην απαξίωση των σοβαρών και αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων, ενώ οδήγησε στον ναζισμό και τον κομμουνισμό. Δικαιολόγησε την τρομοκρατία.
Η ιδέα της επανάστασης βασίζεται στη βεβαιότητα ότι υπάρχει λύση για την απογοητευτική κατάσταση των πραγμάτων, ότι η λύση είναι μόνο μία και ότι είναι ριζοσπαστική, άμεση και οριστική. Αυτή η βεβαιότητα, με τη σειρά της, βασίζεται στην πίστη ότι η απογοητευτική κατάσταση των πραγμάτων έχει μία, μοναδική και αναγνωρίσιμη αιτία. Αυτή η τρομερή δυστυχία χρειάζεται μια δραστική χειρουργική επέμβαση· μετά όλα θα πάνε καλά. Έτσι, για τα μέλη της Εθνοσυνέλευσης κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η απάντηση έγκειτο στην καταστροφή της μοναρχίας. Για τους φιλοσόφους της Εγκυκλοπαίδειας, ό,τι απαιτούνταν ήταν η εξάλειψη της δεισιδαιμονίας. Ο Μαρξ σκεφτόταν ότι όλα θα πήγαιναν καλά από τη στιγμή που ο καπιταλισμός θα αντικαθίστατο από κάτι άλλο· για τον Ρουσό και τον Προυντόν, η πηγή του κακού εντοπιζόταν στην ατομική ιδιοκτησία. Στο έργο του Η γενική ιδέα της επανάστασης τον δέκατο ένατο αιώνα (1851), ο Προυντόν έγραφε: «Θέλω μια ειρηνική επανάσταση, αλλά τη θέλω να είναι ταχεία, αποφασιστική και σαρωτική». Κάτι που ισοδυναμεί με απάτη, εφόσον καμία επανάσταση δεν θα μπορούσε πρακτικά να αλλάξει τις δομές μιας κοινωνίας μέσα σε λίγους μήνες χωρίς αντιδράσεις. Ποτέ δεν υπήρξε επανάσταση που να ήταν ειρηνική και ταυτόχρονα σαρωτική.
Οι Ιακωβίνοι θέλησαν να καταστρέψουν τον απολυταρχισμό και εγκαθίδρυσαν μια δικτατορία εν συγκρίσει με την οποία το παλιό μοναρχικό καθεστώς ήταν φιλελεύθερο. Οι μπολσεβίκοι θέλησαν να τερματίσουν την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και εκμεταλλεύτηκαν τους ανθρώπους αγριότερα από οποιοδήποτε προηγούμενο καθεστώς, αλυσοδένοντάς τους σε ένα μη εφαρμόσιμο οικονομικό σύστημα για το οποίο εκατομμύρια θυσιάστηκαν. Οι ριζοσπάστες του 1968 ισχυρίστηκαν ότι είναι εναντίον του ιμπεριαλισμού, υπέρ της ευδοκίμησης της προσωπικής ελευθερίας, εναντίον όλων των μορφών καταπίεσης – και εστίασαν τις επιθέσεις τους στις δημοκρατίες, υιοθετώντας ως μοντέλο τους τον ξεμωραμένο και αιμοδιψή ολοκληρωτισμό του Μάο Τσετούνγκ.
Ο Λένιν διακήρυττε ότι το σύνολο της πολιτικής εξουσίας θα εκχωρούνταν στα εργατικά συμβούλια (τα σοβιέτ)· στη συνέχεια όμως επέβαλε την κυριαρχία του ενός κόμματος, μια πολιτική τερατωδία για την οποία πρέπει να του αποδοθούν όλα τα εύσημα: το «προλεταριακό κόμμα» που μεταμορφώθηκε σε ό,τι χειρότερο είχε ποτέ συμβεί στο προλεταριάτο, μεταχειριζόμενο τους εργάτες ασύγκριτα χειρότερα από οποιοδήποτε αφεντικό.
Η κρατική τρομοκρατία και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης ξεκίνησαν με τον Λένιν· ο Στάλιν τα συστηματοποίησε. Ενώ ισχυριζόταν ότι είναι εχθρός του καπιταλισμού, ο Λένιν επιβίωσε χάρη σε αυτόν, αμέσως μόλις, εξαιτίας της ευφυούς διαχείρισής του, η σοβιετική οικονομία έφθασε να καταρρεύσει. Οι επίγονοί του, όπως και ο ίδιος, αντιλήφθηκαν την οικονομική πολιτική ως επινόηση μεθόδων παρασιτισμού εις βάρος της Δύσης. Αποκήρυξε τον ιμπεριαλισμό, αποκαλώντας τον «το ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», την ίδια ακριβώς στιγμή που οι καπιταλιστικές αυτοκρατορίες εγκαινίαζαν τη διαδικασία αποαποικιοποίησης. Από τη μεριά του, ο Λένιν υπήρξε ο πρωτεργάτης της τελευταίας αποικιακής αυτοκρατορίας. Κήρυξε τον διεθνισμό, αλλά έκλεισε τα σύνορα της χώρας του. Ισχυριζόταν ότι είναι υπέρ του αφοπλισμού, αλλά ακολούθησε μια πολιτική φρενήρους υπερεξοπλισμού, όπως και οι επίγονοί του.
O Λένιν ως πολιτικός γνώριζε πώς να είναι πραγματιστής, πώς να προσαρμόζεται στις περιστάσεις. Ωστόσο, ο πραγματισμός δεν μπορεί να αποτελεί δικαιολογία για κάθε αντίφαση, ειδικά για έναν άνδρα που ισχυριζόταν ότι οι πολιτικές του πηγάζουν από μια περιεκτική και συνεκτική φιλοσοφία.
Η πιο εξωφρενική ασυνέπεια του Λένιν υπήρξε αναντίρρητα το χάσμα μεταξύ της θεωρίας του για το κράτος και της πραγματικής, πρακτικής υλοποίησής της. Τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 1917, έγραψε ένα μικρό βιβλίο λέγοντας στους φίλους του ότι επρόκειτο για μια σπουδαία διακήρυξη: Κράτος και επανάσταση. Εδώ διατύπωσε την περίφημη θέση του για την «εξασθένιση του κράτους». Ύστερα από τις συνήθεις επιθέσεις του στους διάφορους «απατεώνες», τους «προδότες του προλεταριάτου» και τους σοσιαλδημοκράτες που πάσχουν από «κοινοβουλευτικό κρετινισμό», ο Λένιν υποστηρίζει ότι η αληθινή μαρξική θεωρία για το κράτος έχει παρερμηνευθεί. Όταν καταλάμβανε την εξουσία, όπως ο ίδιος έλεγε, θα καταργούσε τον στρατό και την αστυνομία και θα ξεφορτωνόταν την κρατική γραφειοκρατία.
Εμπνευσμένο από τον ιδρυτή του πιο στρατιωτικοποιημένου, αστυνομοκρατούμενου και γραφειοκρατικού κράτους στην ιστορία, αυτό το πρόγραμμα, ανακοινωθέν μόλις έναν μήνα πριν την πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας από τους μπολσεβίκους, θα μπορούσε να ιδωθεί ως ένα ευφυές αστείο. Βλέποντας, ωστόσο, τον πατέρα του ολοκληρωτισμού να προωθεί την ιδέα ενός ελάχιστου κράτους, όπως κάνουν οι [δεξιοί] ελευθεριακοί, δεν θα πρέπει να λυθούμε στα γέλια. Γιατί αυτή η απάτη μας προσφέρει το κλειδί για ένα από τα πλέον ουσιώδη χαρακτηριστικά του κομμουνισμού: την απόλυτη αντίθεση μεταξύ έργων και λόγων.
Οι επαναστάτες συνεχώς επιχειρούν να συνδυάσουν τη μοιρολατρία με την ελεύθερη βούληση. Εάν το μέλλον είναι προδιαγεγραμμένο, γιατί πρέπει να πασχίζουν τόσο πολύ; Ακόμα όμως και έτσι να έχουν τα πράγματα, συνεχώς απογοητεύονται. Το 1900 ο Ζαν Ζορές, ο μεγάλος Γάλλος σοσιαλιστής ηγέτης, δήλωνε: «Υποεκτιμήσαμε τις πιθανότητες επιβίωσης του καπιταλιστικού συστήματος». Αχ και να ξαναζούσε σήμερα!
Οι επαναστάτες, αφού πάντοτε επιτυγχάνουν το αντίθετο αποτέλεσμα από το επιδιωκόμενο, υποχρεώνονται να συμβιβαστούν με την άγρια αντιδιαστολή ρητορικής και πραγματικότητας· έπειτα, προκειμένου να απαλλαχθούν της δυσχερούς τους θέσης, αναγκαστικά αποδίδουν τη χρόνια αποτυχία τους στους «εχθρούς της επανάστασης». Τους αναζητούν καταρχάς ανάμεσα στις τάξεις τους, για αυτό και η ιστορία των επαναστάσεων είναι η ιστορία των εκκαθαρίσεων. Ο αιώνιος μύθος της «προδομένης επανάστασης» τους επιτρέπει να αναζητούν την αίτια της αποτυχίας τους οπουδήποτε αλλού εκτός από εκεί όπου θα την εντοπίσουν: στις ίδιες τους τις ιδέες. Σε κάθε περίπτωση, η επανάσταση αποτυγχάνει και οι «μάζες» αρχίζουν να χάνουν το ενδιαφέρον τους για αυτήν. Συγχέοντας τα αποτελέσματα με τις αιτίες, οι επαναστάτες κατηγορούν τις μάζες για την αποτυχία τους και προχωρούν στη σφαγή τους. Αυτό το σενάριο παίχτηκε ξανά και ξανά από τον Ροβεσπιέρο, τον Στάλιν και τον Μάο. Αν και υποψιάζεται ότι μάλλον στερείται λαϊκής αποδοχής, απρόθυμη όμως να το ελέγξει επιτρέποντας ελεύθερες εκλογές, οποιαδήποτε επαναστατική κυβέρνηση αντάξια του ονόματός της εγκαθιδρύει ένα τυραννικό καθεστώς στο όνομα κάποιας «γενικής βούλησης» που θα ανέτρεπε εάν της δινόταν η ευκαιρία. Στο μεταξύ, αυτή η απονομιμοποιημένη κυβέρνηση εξαγγέλλει μεγαλεπήβολες αρχές προκειμένου να τις καταπατήσει. Αυτός είναι ο λόγος, γράφει ο Φερέρο, που «Η ουσία όλων των επαναστατικών κυβερνήσεων είναι η ανατροπή της δημοκρατικής διαδικασίας».
Το όφελος που μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτή την τρομερή εμπειρία είναι η απελευθέρωση της πολιτικής σκέψης από την εμμονή της με την επανάσταση και η τοποθέτηση της δημοκρατίας στο επίκεντρο του στοχασμού.
Αλλά η δημοκρατία είναι μια διαδικασία, όχι ένα πρόγραμμα. Δεν ισχυρίζεται ότι προσφέρει λύσεις. Είναι ένας τρόπος εύρεσης λύσεων.
Είναι αλήθεια, φοβάμαι, ότι πάντα θα μπαίνουμε στον πειρασμό να χτίσουμε μια νέα πραγματικότητα, καταστρέφοντας βίαια εάν κριθεί σκόπιμο την παλιά, στη βάση μιας ιδέας. Ωστόσο, πάντα θα έχουμε ανάγκη από ιδέες· ο σκοπός της δημοκρατίας είναι ο καθορισμός των κανόνων σύμφωνα με τους οποίους μπορούν να εφαρμοστούν. Οι ριζοσπάστες της δεκαετίας του 1960 αντιτέθηκαν σε όλες τις μορφές εξουσίας, αποδεικνυόμενοι ωστόσο εξουσιαστές του χειρίστου είδους. Αυτό είναι μόνο ένα επιφανειακό παράδοξο. Όπως όλοι οι επαναστάτες, αντιτίθενται στο κράτος ωσότου το καταλάβουν και έπειτα τίθενται υπέρ της ολοκληρωτικής κρατικής κυριαρχίας. Όταν δεν καταφέρουν να κατακτήσουν την εξουσία, στρέφονται στην τρομοκρατία. Η διαφορά είναι ότι οι ριζοσπάστες ήταν αντιδημοκράτες εκτός του κρατικού μηχανισμού· οι κομμουνιστές ήταν αντιδημοκράτες εντός του. Το να είσαι όμως υπέρ της επαναστάτης σημαίνει πάντα να είσαι υπέρ του ολοκληρωτισμού.
Ο πρωθυπουργός [Λιονέλ Ζοσπέν] διαπράττει ένα δεύτερο λάθος με το να λέει: «Όταν η ναζιστική Γερμανία ήταν αντίπαλός μας, η Σοβιετική Ένωση ήταν σύμμαχός μας». Όλοι γνωρίζουν ότι η ΕΣΣΔ δεν ήταν πάντα σύμμαχός μας και ότι αρχικά είχε συμμαχήσει με τους ναζί. Ο Στάλιν ποτέ δεν θα κήρυττε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας. Ήταν μονάχα επειδή ο Χίτλερ επιτέθηκε στη Σοβιετική Ένωση που η τελευταία μπήκε στον πόλεμο. Για άλλη μια φορά, το βρίσκω πολύ περίεργο που ένας σοσιαλιστής πρωθυπουργός ξεπετά το Σύμφωνο Χίτλερ-Στάλιν, όπως ακριβώς οι κομμουνιστές το 1945. Ο Λιονέλ Ζοσπέν ανασκευάζει την ιστορία. Κάτι το οποίο δείχνει ότι η προσχώρηση του σοσιαλιστικού κόμματος στην ιστορική αλήθεια συντελείται με ακόμα πιο αργούς ρυθμούς από αυτούς του κομμουνιστικού.
Η διάκριση του λενινισμού από τον σταλινισμό έχει αντικρουστεί εδώ και περισσότερο από είκοσι χρόνια. Για χρόνια, ακούγαμε επονομαζόμενους ιστορικούς να λένε ότι ο σταλινισμός συνιστούσε προδοσία του λενινισμού. Σήμερα, έχει επαρκώς καταδειχθεί ότι οι αρχές του τρόμου και του ολοκληρωτισμού προτάθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή από τον ίδιο τον Λένιν.
Κάποιος θα ευχόταν η γαλλική Αριστερά να είχε επιτέλους κατανοήσει ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ «καλών» και «κακών» δημίων. Είναι καλύτερα να δολοφονείσαι από τον Πολ Ποτ από ό,τι από τον Χίτλερ; Δεν υπάρχει κανένας λόγος για τη χάραξη διαχωριστικής γραμμής μεταξύ των θυμάτων του κόκκινου και του μαύρου ολοκληρωτισμού. Οι ναζί ποτέ δεν κράτησαν μυστικές τις προθέσεις τους: κατάργηση της δημοκρατίας, κυριαρχία διά της βίας και συστηματικοί φυλετικοί διωγμοί. Μας λένε ότι οι κομμουνιστές διέθεταν ένα ιδεώδες. Μπαίνω στον πειρασμό να πιστέψω ότι αυτό τους καθιστά ακόμα χειρότερους, διότι αυτό σημαίνει ότι εκατομμύρια ανθρώπων εξαπατήθηκαν σκόπιμα. Διότι, επιπροσθέτως των εγκλημάτων, είχαμε το πλέον άθλιο ψέμα.
Αυτές τις μέρες, το ζήτημα της ιστορίας του κομμουνισμού δεν είναι πλέον απλώς πολιτικό – είναι ηθικό.