Δραγούμης Μάρκος Ν.
Ελληνισμός και φιλελευθερισμός: είναι οι έννοιες ασύμβατες;
Η-Εκδόσεις Πολιτειακό
Αθήνα, Ιούνιος 2020, σ. 12Αποσπάσματα από το κείμενο:
Πρόκειται για το «επιχείρημα της ανωριμότητος» που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι αποικιοκράτες για να διατηρούν «υπό εποπτείαν» τους αποικιακούς λαούς. Αυτοί που παίζουν συνήθως στο ταμπλώ της σχετικότητας των πολιτισμών και αρνούνται την οικουμενικότητα του πρωτείου του ατόμου –του οιουδήποτε ατόμου– δεν το κάνουν συνήθως για καλό: είτε την καταπίεση προσπαθούν να δικαιολογήσουν είτε την καθυστέρηση, συνήθως δε αμφότερες.
Στην πολιτισμική κληρονομιά των Νεοελλήνων καίρια θέση έχει ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός ο οποίος –σε αντίθεση με τη Ρώμη που έδωσε έμφαση στους θεσμούς και το κράτος– προώθησε κυρίως το σκεπτόμενο, πολιτευόμενο, φιλόσοφο άτομο έστω και αν δεν οδηγήθηκε στην έννοια των δικαιωμάτων του ανθρώπου που υπήρξε η προσφορά της Δυτικής Ευρώπης στον σύγχρονο πολιτισμό.
Η φιλελεύθερη στάση έρχεται με φυσικό τρόπο σε κάθε άνθρωπο «της Ελληνικής παιδείας μετέχοντος» που έχει αφομοιώσει το «τόλμησον φρονείν» του Αισχύλου, το «γνώθι σ’ αυτόν» του Σωκράτη και την γενική αρχή «αιέν αριστεύειν».
Η έννοια του «πετυχημένου», η εκπληκτική κοινωνική κινητικότητα, η λαχτάρα για βελτίωση διαποτίζει ακόμα και σήμερα τις ελληνικές οικογένειες.
Το βάρος της αποδείξεως ότι οι Έλληνες δεν είναι πλασμένοι να είναι ελεύθεροι ούτε βεβαίως φιλελεύθεροι και για αυτό αποζητούν ποδηγέτηση και κρατική προστασία, το έχουν αυτοί που προβαίνουν σε τέτοιους ισχυρισμούς. Είναι δε τουλάχιστον περίεργη η επιμονή εκείνων που λένε –γενικεύοντας– ότι ο φιλελευθερισμός ταιριάζει μόνο σε διαμαρτυρόμενους Αγγλοσάξωνες και ότι εμείς οι θερμοί μεσογειακοί ορθόδοξοι Έλληνες είμαστε τάχα από «άλλη πάστα», θέλουμε θαλπωρή, ισοπέδωση και Κράτος-τροφό. Περίεργη, διότι σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια Έλληνες που ζουν και τα καταφέρνουν θαυμάσια σε φιλελεύθερες χώρες, χωρίς βοήθεια, χωρίς να ξέρουν τη γλώσσα και χωρίς τη συμπαράσταση της κοινότητας, συγγενών, φίλων και γνωστών, πόσο μάλλον του κράτους που δεν είναι απλώς ουδέτερο για όλους αλλά είναι για αυτούς ειδικώς ξένο, μακρινό, απρόσωπο.
Το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι ο ικανός συχνά παρεμποδίζεται να επιτύχει ενώ ο αποτυχημένος δεν το βάζει κάτω και ζητά να σιτισθεί χατηρικώς στο κρατικό πρυτανείο εις βάρος των παραγωγικώς εργαζομένων.
Όταν λοιπόν τόσοι συμπατριώτες μας στο εξωτερικό έχουν αποδείξει ότι το φιλελεύθερο σύστημα τους ταιριάζει, δεν θα ήταν καλή ιδέα αντί να εξάγουμε ανθρώπους σε φιλελεύθερες πολιτείες να εισαγάγουμε στη δική μας χώρα τις φιλελεύθερες ιδέες που ήσαν άλλωστε δικές μας κάποτε;
Ο μύθος της μικράς αλλά εντίμου Ψωροκώσταινας που δεν έχει να μάθει τίποτε από κανέναν και όπου τα πάντα είναι εξ υπαρχής καταδικασμένα να μην αλλάξουν ποτέ, δεν είναι λογικό να εμπνέει τους κατοίκους μιας μικρής χώρας της ΕΟΚ ενόψει του 1993.
Ο προστατευτισμός στον τομέα των πνευματικών προϊόντων είναι καταστρεπτικότερος από τον προστατευτισμό στον τομέα των υλικών αγαθών, καθώς ματαιώνει ακόμη και τη δυνατότητα εκσυγχρονισμού.
Μια ειδική μορφή αντιφιλελευθερισμού που βρίσκει απήχηση κυρίως σε κύκλους διανοουμένων και δημοσιογράφων, δεν είναι ούτε αριστερά ούτε δεξιά, ούτε χριστιανορθόδοξη αλλά προσβλέπει σε έναν ελληνικό ή πάντως Βαλκανικό «τρίτο δρόμο» και εδράζεται στην «κοινότητα».
Ο Κοινοτισμός του Καραβίδα, όνειρο, πρότυπο αλλά και υπαρκτή κατ’ αυτόν πραγματικότητα στην Ελλάδα, ερείδεται στο πρωτείο των διαπροσωπικών σχέσεων και την αρμονία που αυτές εξασφαλίζουν, όταν οι Έλληνες ζουν σε μικρές αγροτικές κοινότητες όπου όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, η εργασία δεν είναι ιδιαιτέρως εξειδικευμένη, ο κοινωνικός έλεγχος της ομοιογενούς παραδοσιακής μικροκοινωνίας είναι άμεσος και τα ίδια τα άτομα, παραγωγοί ταυτόχρονα και καταναλωτές, βρίσκονται σε ισόρροπη σχέση μεταξύ τους, όχι όπως συμβαίνει στον καπιταλισμό με την αποχαλινωμένη παραγωγή-για-την-αγορά και την ξέφρενη κατανάλωση.
Αυτή καθ’ εαυτή η έννοια της «κοινότητας» στη σκέψη του Καραβίδα εξυμνείται μάλλον παρά αναλύεται. Το τοπικό ταυτίζεται έτσι με το κοινό, ενώ η συμβίωση στον ίδιο περιχαρακωμένο χώρο νοείται ως γενεσιουργός αλληλεγγύης και ασπίδα κατά πάσης αντιπαλότητας και ανταγωνισμού. Τούτο είναι περίεργο, διότι και ο ίδιος ο Καραβίδας δεν μοιάζει να είναι καθόλου βέβαιος για τον εγγενώς ηθικοπλαστικό χαρακτήρα της κοινότητος. Έτσι προτείνει μέτρα «κοινωφελούς εκβιασμού» όπως τα ονομάζει για να επιβληθεί η συντροφικότητα (που δεν φαίνεται να γεννάται αυθορμήτως σε αυτή τη μικρή κοινωνία) στα οποία περιλαμβάνεται και η διαπόμπευση. Δεν διστάζει να κοσμήσει το εξώφυλλο του βιβλίου του «Η τοπική αυτοδιοίκησις» με ένα μαστίγιο. Είναι γνωστό εξάλλου από την κοινωνιολογική και ανθρωπολογική έρευνα ότι οι αγροτικές μικροκοινωνίες όπως και οι πρωτόγονες φυλές, διέπονται από ποικίλα «ταμπού» που καταπιέζουν όχι μόνο τα ετερόδοξα άτομα αλλά και τις γυναίκες, μισούν τους ξένους με τους οποίους «δεν κάνουν χωριό» και αναπτύσσουν συχνά στους κόλπους τους σχέσεις πατρωνείας. Το μεγάλο κύμα αστυφιλίας στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο δεν είχε μόνο οικονομικά αλλά και πολιτισμικά αίτια. Αυτές οι διαπιστώσεις δεν αγγίζουν τον Καραβίδα.
Ο Καραβίδας έχει ως ελαφρυντικό ότι στοχάσθηκε και έγραψε μέσα στο βαρύ, το ασφυκτικό κλίμα του μεσοπολεμικού αντιφιλελευθερισμού, αντικοινοβουλευτισμού και αντικαπιταλισμού. Άλλωστε, δεν είναι ο μόνος. Την εποχή εκείνη ο Τερζάκης θεωρεί οριστικώς χρεοκοπημένο τον φιλελευθερισμό ενώ ο φιλελεύθερος Θεοτοκάς εκφράζεται με κάποιο θαυμασμό για τον Μουσσολίνι ο οποίος «δημιούργησε στη συνείδηση του κόσμου μια πολύ διαφορετική αντίληψη για τη ζωτικότητα και τις δυνατότητες των μεσημβρινών λαών». Αυτό που προξενεί κατάπληξη είναι ο όψιμος θαυμασμός για τον Καραβίδα συγχρόνων κοινωνιολόγων όπως ο Μουζέλης. Ο Βεργόπουλος φθάνει μάλιστα και να τον επαινεί διότι προωθεί τις ιδέες «για ανάπτυξη της κοινωνίας έξω από το Κράτος», οι οποίες κατ’ αυτόν εμφανίσθηκαν «εντυπωσιακά με το κίνημα του Μαΐου 1968».
Αυτό που θα χρειαζόταν σήμερα για να αποκτήσει τη δική της δυναμική η φιλελεύθερη επανάσταση συνειδήσεων είναι πρώτα-πρώτα μια συστηματική ανίχνευση και καταγραφή των φιλελευθέρων ιδεών στη νεότερη Ελλάδα. Έργο ιστορικού και υπομονητικού ερευνητή, είναι βέβαιο ότι αυτό θα δει κάποτε το φως της ημέρας. Ξεκινώντας από τον φιλελεύθερο πυρήνα των ιδεών του Ρήγα, της Ελληνικής Νομαρχίας, του Κοραή, του Σολωμού, του Κάλβου, του Αλέξανδρου Πάλλη, ο φιλελεύθερος λόγιος του μέλλοντος θα πρέπει κάποτε να ερευνήσει και τη νεοελληνική αντίληψη περί ελευθερίας του ατόμου (όχι των Ελλήνων, ούτε του Γένους) μακριά από την ανιαρή και στείρα αναζήτηση της ελληνικής ταυτότητος και χωρίς ιδιαίτερη ενασχόληση με το «γλωσσικό». Θα πρέπει να διερευνηθεί πώς εξηγείται ότι οι Έλληνες που αγαπούν ως άτομα γενικώς το χρήμα (ακόμη και το κέρδος) το εχθρεύονται ως ψηφοφόροι αναγκάζοντας τους λαϊκιστές πολιτικούς τους να υμνούν το «λαό», τους «ανθρώπους του μόχθου», μνημονεύοντας ενίοτε εν παρόδω τους «νοικοκυραίους» (που είναι συντηρητικό εννοιολόγημα και δεν καλύπτει επιχειρηματίες) και να καταφέρονται κατά της «ολιγαρχίας», των «εκμεταλλευτών» και του «υπερκέρδους».
Πρέπει κάποτε να εξηγηθεί πώς δημιουργείται στην Ελλάδα ένα σύστημα αξιών όπου η επιτυχία (των άλλων) είναι εξ υπαρχής ύποπτη, πιθανώς ενδεικτική λαθροχειρίας, κλοπής ή ευνοίας και όπου η λέξη ελευθερία έχει πλήρως διαχωρισθεί από την οικονομία της αγοράς. Τούτο είναι ιδιαίτερα εμφανές στα κείμενα ορισμένων πολιτικών σχολιαστών. Κάθε προσπάθεια περιορισμού της ελευθερίας της σκέψης, της ελευθεροτυπίας, κάθε προσβολή του ακαδημαϊκού ασύλου προκαλεί ευτυχώς τις έντονες και εύγλωττες διαμαρτυρίες τους. Ο στραγγαλισμός του επιχειρείν όμως δεν τους ενδιαφέρει καθόλου. Ο έγκριτος δημοσιογράφος Γ. Βότσης εξεγείρεται –ορθότατα– από τις στήλες της «Ελευθεροτυπίας» όταν του παρακολουθούν το τηλέφωνο. Η προσπάθεια καθυπόταξης, όμως, του επιχειρηματία στον οποίο ο οιοσδήποτε Παπανδρέου, ή Αρσένης επιχειρεί να επιβάλει τι θα παράγει, πόσα θα πρέπει να επενδύσει, πόσο θα διατιμήσει το προϊόν του, τι μισθό και ημερομίσθιο θα δώσει στο προσωπικό του, πόσους δικαιούται να απολύσει και τελικώς πότε και πώς θα παραδώσει την επιχείρηση του στο «λαό» αφήνουν τον Γ. Βότση ασυγκίνητο. Το γεγονός ότι η ελευθερία δεν τεμαχίζεται σε καλή (για τις διεκδικήσεις των εργατών και των διανοουμένων) και κακή (για τους επιχειρηματίες) αμφισβητείται στη χώρα μας καθημερινά. Ωστόσο, γίνονται βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ιδίως μετά τη νίκη της Ν.Δ. στις εκλογές του Απριλίου 1990.