Γουόλιν Ρίτσαρντ

Δύσκολη ελευθερία: έχουν μέλλον τα ανθρώπινα δικαιώματα;

(μτφρ.)
Θανάσης Κουραβέλος

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Ιανουάριος 2015, σ. 22
Θέματα: 
ΙστορίαΙστορία των ιδεών
ΠολιτικήΣύγχρονη πολιτική σκέψη
Λέξεις-κλειδιά: 
Φυσικό Δίκαιο
Φυσικό Δικαίωμα
Διαφωτισμός
Αντι-διαφωτισμός
Διακηρύξεις Δικαιωμάτων
προσωποκρατία

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Η ιδέα του Φυσικού Δικαίου ήταν ένας από τους πυλώνες της προνεοτερικής οντολογίας και ηθικής φιλοσοφίας. Αποτέλεσε συνεκτικό στοιχείο του Αριστοτελισμού, του Στωικισμού και του Σχολαστικισμού. Θεωρούσε ότι υπάρχει μια θεϊκά διατεταγμένη, φυσική τάξη στο Σύμπαν και ότι ο ρόλος της ανθρωπότητας –η οδός της προς την αυτοπραγμάτωση– έγκειται στην εναρμόνισή της με αυτήν. Ως τέτοια, η τάξη του Φυσικού Δικαίου λογικά προηγείτο –και επομένως ήταν υπέρτερη– της ανθρώπινης βούλησης. Από αυτή την πλεονεκτική θέση ιδωμένες, οι μοντέρνες αξιώσεις περί αυτοπροσδιορισμού ή αυτονομίας στερούνταν σοβαρότητας: αποτελούσαν συνταγή υποκειμενικών αυθαιρεσιών που απειλούσαν να αποκόψουν τα άτομα από την έσχατη πηγή νοήματος και ολοκλήρωσής τους. Η λογική του Φυσικού Δικαίου ακόμη αντηχείται στις περιοδικές καταδίκες εκ μέρους του Βατικανού αναφορικά με τη μοντέρνα εποχή και τις αποτυχίες της. Η ύβρις ή η θρασύτητα της νεοτερικότητας έγκειται στο ότι τα άτομα δύνανται να ευημερήσουν απουσία θείας, ηθικής ή πνευματικής, καθοδήγησης.

 

Για τους υποστηρικτές του μοντέρνου Φυσικού Δικαιώματος, οι παραδοσιακές θεωρίες του Φυσικού Δικαίου ήταν απαράδεκτες. Πρώτα από όλα, έδειχναν να βασίζονται σε αναπόδεικτες, μεταφυσικές προϋποθέσεις για τον Θεό και το Ον.  Το Φυσικό Δίκαιο θεωρούνταν ως μια προσέγγιση επιδεκτική κάθε είδους αστήρικτων υποθέσεων και εικασιών. Σε τελική ανάλυση, η απέχθειά του προς τη μοντέρνα επιστήμη και η έλλειψη εμπειρικής θεμελίωσης φαινόταν να επικυρώνουν τη δεισιδαιμονία. Ο Βολτέρος και οι φιλόσοφοι δεν φείδονταν κόπων όταν ήταν να καταγγείλουν τη γελοιότητα του χριστιανικού δόγματος: την Αγία Τριάδα, την Ανάσταση, τη γέννα της Παρθένου, όσα θαύματα εξιστορούνταν διεξοδικά στα Ευαγγέλια, τα οποία όλα αψηφούσαν ανοιχτά τους νόμους της φύσης, όπως αυτοί είχαν συστηματοποιηθεί από τη μοντέρνα φυσική. Παραδόξως, οι «νόμοι της φύσης» και το Φυσικό Δίκαιο φαινόταν να αλληλοσυγκρούονται.

 

Κατά τον ίδιο τρόπο, αξίζει να σημειωθεί ότι, εξαιτίας της εξαντλητικής κριτικής τους στο κλασικό Φυσικό Δίκαιο, οι υπερασπιστές του μοντέρνου Φυσικού Δικαιώματος κινδύνεψαν σοβαρά να αποδυναμώσουν τη δική τους θέση. Είναι ευρέως γνωστό ότι η επιστημολογία του Βολτέρου, του Ντιντερό και των συντρόφων τους Εγκυκλοπαιδιστών ήταν αταλάντευτα εμπειρικιστική. Απεχθανόμενοι τα αναπόδεικτα θεμελιώδη αξιώματα και τη μεταφυσική γενικά, ισχυρίζονταν, ακολουθώντας τον Λοκ, ότι ολόκληρη η γνώση πηγάζει από την εμπειρία. Το πρόβλημα εδώ ήταν (όπως έγινε φανερό παρακολουθώντας την εξέλιξη της θέσης του Λοκ, όπως την προσέλαβε η συντηρητική πολιτική σκέψη του Ντέιβιντ Χιούμ) ότι η «εμπειρία» προσφέρει αρκετά ισχνή βάση για τη θεμελίωση αδιαμφισβήτητων ηθικών επιταγών. Η εμπειρία είναι χρήσιμη –αν όχι αναντικατάστατη– προκειμένου να μας καθοδηγεί ως προς το πώς έχουν τα πράγματα. Ωστόσο, όταν χρειάζεται να μας καθοδηγήσει για το πώς πρέπει να έχουν τα πράγματα –δηλαδή, σε ζητήματα ηθικής– είναι αισθητά λιγότερη χρήσιμη. Συχνά, σε τέτοιες περιπτώσεις, στηρίζεται αδύναμα πάνω σε συλλογισμούς που λαμβάνουν υπόψη συνήθειες, έθιμα και παραδόσεις. Όμως, κατά κανόνα, τέτοιου είδους στήριξη δεν παρέχει επαρκή θεωρητική ισχύ για την υπέρβαση συνθηκών συστηματικής κυριαρχίας ή αδικίας – την κοινωνική κατάσταση στο παλαιό καθεστώς, για παράδειγμα.

 

Στην περίπτωση της Αγγλίας, όπου, από την εποχή της Μάγκνα Κάρτα, το κοινοβούλιο και η αριστοκρατία αποτελούσαν ένα ρωμαλέο αντίβαρο στη μοναρχία, κάποιος μπορούσε να εμπιστευθεί περισσότερο τα κριτήρια της εμπειρίας και του συναισθήματος όταν καταπιανόταν με ηθικά και πολιτικά ζητήματα. Κατά τη διάρκεια της Ένδοξης Επανάστασης του 1688, οι Άγγλοι δεν είχαν καμία ανάγκη τα «Δικαιώματα του Ανθρώπου». Αντιθέτως, μπορούσαν εύλογα να επικαλεστούν «τα ιστορικά δικαιώματα των Άγγλων».

 

Στη Γαλλία όπου, από τα μέσα του δέκατου έβδομου αιώνα, η εδραίωση του απολυταρχισμού είχε επιτυχώς παραγκωνίσει όλους τους αντισταθμιστικούς θεσμούς και τις εξουσίες, οι φιλόσοφοι δεν είχαν καμία παρόμοια πολυτέλεια. Σε μια προσπάθεια να διασώσουν την ηθική και να διαψεύσουν τον Χομπς –καθώς και άλλες αισθησιοκρατικές προσεγγίσεις της ηθικής ζωής– υποχρεώθηκαν να ανασυστήσουν το Φυσικό Δίκαιο υπό τη μορφή της απριορικής θεμελίωσης του μοντέρνου Φυσικού Δικαιώματος. Η εναλλακτική επιλογή του να στηριχθούν στην εμπειρία και τα ιστορικά προηγούμενα απλώς δεν τους ήταν διαθέσιμη. Χωρίς να έχουν ένα αξιοποιήσιμο παρελθόν για να στηριχθούν πάνω του, μόνο η θεωρία του Φυσικού Δικαιώματος προσέφερε στους ανθρώπους του 1789 επαρκή ηθική και εννοιολογική υποστήριξη προκειμένου να απαλείψουν τις αδικίες και τις ανισότητες του παλαιού καθεστώτος.

 

Από την εποχή των Χομπς, Λοκ και Γκρότιους, μεταξύ των θεωρητικών των φυσικών δικαιωμάτων είχε καταστεί κοινή πρακτική η προβολή μιας ιδεατής, προ-κοινωνικής φυσικής κατάστασης, ως ενός τρόπου επισήμανσης του άδικου ή αφύσικου χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνικών πρακτικών. Πώς όμως, σε τελική ανάλυση, μπορούσε κάποιος να διακρίνει με βεβαιότητα τις «φυσικές» από τις «αφύσικες» κοινωνικές πρακτικές;

 

Ενώ το μοντέρνο Φυσικό Δίκαιο, δίνοντας έμφαση στα δικαιώματα και την ανθρώπινη αυτονομία, αξιολογεί θετικά το ιδεώδες του αυτοπροσδιορισμού, το κλασικό Φυσικό Δίκαιο, χαρακτηριζόμενο από μια υπολειμματική πίστη στο προπατορικό αμάρτημα, προδίδει μια βασική δυσπιστία όσον αφορά τη δυνατότητα των ανθρώπων να αυτοκυβερνηθούν.

 

Όταν το Έτος 2, οι Ιακωβίνοι, με επικεφαλής τον Ροβεσπιέρο, εγκαθίδρυσαν την επαναστατική τους δικτατορία, ο Μπερκ και άλλοι αντι-φιλόσοφοι ένιωσαν ότι οι χειρότεροί τους φόβοι σχετικά με τις καταστρεπτικές συνέπειες των αφηρημένων διακηρύξεων του Φυσικού Δικαιώματος είχαν επιβεβαιωθεί και με το παραπάνω. Κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, τόσο οι φιλελεύθεροι όσο και οι σοσιαλιστές απέφευγαν τη συζήτηση περί Φυσικού Δικαιώματος από φόβο μη «μολυνθούν». Φιλελεύθεροι, όπως ο Τζον Στιούαρτ Μιλ και ο Αλέξης ντε Τοκβίλ, θεώρησαν υποχρέωσή τους να επαναπροσδιορίσουν τον φιλελευθερισμό με έναν τρόπο που θα παρέκαμπτε τους κινδύνους της δημοκρατίας: βασικά, να κρατήσουν τις άπλυτες μάζες εκτός πολιτικής. Σοσιαλιστές, όπως ο Μαρξ, συνέλαβαν κυνικά τα δικαιώματα ως μια έκφραση της αστικής ταξικής κυριαρχίας. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο, η σοσιαλιστική παράδοση υποτίμησε σοβαρά τις δυνατότητες δημοκρατικών διεκδικήσεων που παρέχονταν από τις βασικές, αστικές και πολιτικές, ελευθερίες: ελευθερία του λόγου, ελευθερία του συνέρχεσθαι, χάμπεας κόρπους και ούτω καθεξής.

 

Την ίδια στιγμή, κανείς δεν μπορεί να αποκρύψει τόσο τις φιλοσοφικές όσο και τις πολιτικές δυσκολίες που ανέκυψαν στον απόηχο της Διακήρυξης. Και αυτό γιατί η απόπειρα συμφιλίωσης των ατομικών ελευθεριών με τις πιο παραδοσιακές αρεταϊκές ηθικές, που προϋποθέτουν την προτεραιότητα πνευματικών ή υποστασιακών αξιών, έχει αποτύχει πλήρως. Κατά κανόνα, κοινοτιστές πολιτικοί φιλόσοφοι, κληρονόμοι της αριστεροκαθολικής προσωποκρατικής οπτικής (π.χ. Άλασντερ Μάκινταϊρ, Μάικλ Σαντέλ και Τσαρλς Τέιλορ) έχουν συχνά διστάσει να προτείνουν την κατάργηση των ελευθεριών πρώτης γενιάς, προς όφελος των αποκαλούμενων δικαιωμάτων δεύτερης και τρίτης γενιάς, όπως το δικαίωμα στην κουλτούρα. Δεν θέλουν, όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, να κατηγορηθούν για ανελευθερισμό: την κατηγορία περί αναίρεσης ή αγνόησης των πολύτιμων κεκτημένων στο πεδίο των πολιτικών ελευθεριών, που κερδήθηκαν στον αγώνα ενάντια στα αυταρχικά ή δεσποτικά πολιτικά καθεστώτα. Διακόσια χρόνια πριν, η ιακωβινική επανάσταση εξύμνησε έναν αιμοδιψή «δεσποτισμό της ελευθερίας». Γνωρίζουμε, επίσης, από την ιστορική εμπειρία, ότι ο «δεσποτισμός της κοινότητας» μετά βίας αποτελεί προτιμότερη εναλλακτική. Έτσι, παραδόξως, ενώ οι κοινοτιστές πολιτικοί φιλόσοφοι πιστεύουν ότι η κοινωνία πρέπει να κινηθεί προς μια λιγότερο ατομικιστική, περισσότερο αλληλέγγυα κατεύθυνση, διαθέτουν, για τον ίδιο λόγο, οξεία επίγνωση όσον αφορά τα συνεπαγόμενα κόστη και τις θυσίες. Ακόμα και η δεδηλωμένα νεοαριστοτελική προσέγγιση των δυνατοτήτων της Μάρθας Νάσμπαουμ, σε έργα όπως το Μεθόριοι δικαιοσύνης, ύστερα από προσεκτικότερη εξέταση, φαίνεται αξιοπρόσεκτα άτολμη. Θέτοντας το απλοϊκά: είναι ένας ρολσιανός φιλελευθερισμός επικαιροποιημένος, ώστε να συμπεριλάβει τα δικαιώματα τρίτης γενιάς στη «διαφορά»: τα δικαιώματα των εθνικών μειονοτήτων στον σεβασμό· τo δικαίωμα των αναπήρων σε αξιοπρεπή ζωή και σεξουαλική απόλαυση· και μια ειλικρινή παραδοχή της ισότητας των γυναικών με τους άνδρες, αναγνωρίζοντας, ωστόσο την ίδια στιγμή, τις ιδιαίτερες έμφυλες ανάγκες τους. Με αυτή την έννοια, ίσως η προσέγγιση της διαβουλευτικής δημοκρατίας να αντιπροσωπεύει μια δίκαιη μέση οδό μεταξύ των δύο προαναφερθεισών θέσεων, του κοινοτισμού και του φιλελευθερισμού, αφού προϋποθέτει, σύμφωνα με την παράδοση του σύγχρονου δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού, ότι οι μόνοι έγκυροι κανόνες είναι όσοι προκύπτουν από δημόσιες διαβουλεύσεις ελεύθερων και ίσων πολιτών.