Παππάς Τάκης Σ.
Γιατί απέτυχε η Ελλάδα
Η-Εκδόσεις Πολιτειακό
Αθήνα, Ιανουάριος 2020, σ. 22Αποσπάσματα από το κείμενο:
Οι πολιτισμικές θεωρίες συνδέουν τη μοίρα των κρατών με την κουλτούρα, και πιο συγκεκριμένα με τις γεωγραφικές και ιστορικές της προκείμενες. Χώρες με θερμά κλίματα (όπως εκείνες στην Αφρική), σε επικίνδυνες περιοχές (τη Μέση Ανατολή ή τα Βαλκάνια, για παράδειγμα), ή με ατυχείς ιστορίες (να έχουν βρεθεί υπό αποικιοκρατικό ζυγό ή να έχουν ρημαχτεί από εμφύλιο πόλεμο, για παράδειγμα) είναι πιθανότερο να παραμείνουν φτωχές και να αποτύχουν πολιτικά από ό,τι χώρες που απολαμβάνουν πιο εύκρατα κλίματα, ασφαλέστερες γειτονιές και ευτυχέστερα παρελθόντα. Οι πολιτισμικές ερμηνείες των σημερινών πολιτικών δεινών της Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένης της συνήθους πρόσληψης των Ελλήνων ως τεμπέληδων) αφθονούν.
Σύμφωνα, αντιθέτως, με τις θεσμικές θεωρίες, τα έθνη ανθίστανται ή καταρρέουν εξαιτίας των θεσμών τους – οι κραταιοί και οι ανθεκτικοί θεσμοί συμβάλλουν στην υπέρβαση των μεγάλων πολιτικών και οικονομικών κρίσεων, ενώ οι αδύναμοι θεσμοί συνθλίβονται κάτω από την αδυσώπητη βάσανο της ιστορίας.
Η ελληνική περίπτωση, ωστόσο, θέτει και τις δύο συμβατικές θεωρίες σε σκληρή δοκιμασία. Οι πολιτισμικές θεωρίες αποτυγχάνουν να εξηγήσουν το πώς η μεταπολιτευτική Ελλάδα κατάφερε να χτίσει ένα πλουραλιστικό πολιτικό σύστημα παρά τη φαινομενικά δυσμενή γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική της πλαισίωση. Και οι θεσμικές θεωρίες αδυνατούν να εξηγήσουν την πρόσφατη αποτυχία της Ελλάδας, η οποία δεν προκλήθηκε από την ανυπαρξία περιεκτικών πολιτικών και οικονομικών θεσμών, αλλά, αντιθέτως, επήλθε παρόλη την κατοχύρωσή τους.
Για τον σκοπό αυτό, θα επιχειρήσω να συνθέσω τις πολιτισμικές και τις θεσμικές θεωρίες προκειμένου να προτείνω μια ενιαία ερμηνεία που να εστιάζει στον ρόλο που διαδραματίζουν οι πολιτικοί μηχανισμοί.
Η ελληνική αποτυχία αποτελεί απότοκο μιας μακράς διαδικασίας κατά την οποία ο λαϊκισμός κατίσχυσε του φιλελευθερισμού και ηγεμόνευσε κοινωνικά.
Θα δειχθεί ότι, αφού ανήλθε στην εξουσία το 1981, ο λαϊκισμός εμπότισε την ελληνική πολιτική και παρήγαγε μία, όπως θα την αποκαλέσω, «λαϊκιστική δημοκρατία», η οποία με τη σειρά της προϋπέθετε δύο μηχανισμούς: ένα κράτος αποφασισμένο να διαμοιράζει πολιτικές προσόδους κατ’ ουσίαν σε όλους· και ένα κομματικό σύστημα φτιαγμένο για να εξασφαλίζει τη διανομή αυτών των προσόδων με έναν οργανωμένο και δημοκρατικό τρόπο – δηλαδή, εκ περιτροπής παρά μια και έξω. Εξεταζόμενοι από κοινού, αυτοί οι δύο μηχανισμοί οδήγησαν σε μια εκλεπτυσμένη συνάρθρωση των στόχων τόσο της πολιτικής τάξης όσο και της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων, δίνοντας τη δυνατότητα και στις δύο πλευρές να εκμεταλλευτούν το κράτος και τους πόρους του με έναν δήθεν περιεκτικό τρόπο.
Με τους περιεκτικούς πολιτικούς θεσμούς γερά θεμελιωμένους και με ένα φαινομενικά αποτελεσματικό σχέδιο οικονομικής ανάπτυξης, ο εξευρωπαϊσμός της Ελλάδας αποτέλεσε τον τρίτο μεγάλο στόχο του Καραμανλή. Η ένταξη στην ΕΕ, έλεγε, θα «άλλαζε ριζικά τη μοίρα του έθνους, αναπτύσσοντας τις αρετές του και περιορίζοντας παράλληλα τα ελαττώματά του». Τα χρηματοδοτικά οφέλη ήταν το λιγότερο που μπορούσαμε να αποκομίσουμε από την ένταξή μας. Η συμμετοχή στην ΕΕ θα ενίσχυε τους νεόκοπους πλουραλιστικούς θεσμούς της Ελλάδας και θα διασφάλιζε την ομαλή λειτουργία της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Πάνω από όλα, θα ήρε επιτέλους τη μακραίωνη αμφιθυμία των Ελλήνων –επιβεβλημένη από την ιστορία και τη γεωγραφία– περί του εάν ανήκαν στην Ανατολή ή τη Δύση.
Ο Παπανδρέου ανήλθε στην εξουσία επιτιθέμενος στα φιλελεύθερα θεμέλια της νεόκοπης μεταδικτατορικής δημοκρατίας από τα αριστερά, αμφισβητώντας τη νομιμοποίησή της και απορρίπτοντας τους στόχους της. Ενώ ο Καραμανλής, αναγνωρίζοντας ρητά την πολλαπλότητα των κοινωνικών συγκρούσεων, είχε δώσει έμφαση στη μετριοπάθεια και είχε ενεργά επιδιώξει την πολιτική συναίνεση, ο Παπανδρέου εισήγαγε τον λαϊκισμό στην καθαρότερή του μορφή. Αυθεντία στην πολιτικοποίηση της δυσαρέσκειας, προσέφερε στον ελληνικό λαό ένα ολοκαίνουργιο συμβολικό μεγάλο αφήγημα σύμφωνα με το οποίο η κοινωνία διαιρείτο μεταξύ δύο εγγενώς ανταγωνιστικών στρατοπέδων – ενός εκμεταλλευτικού «καθεστώτος», τόσο εγχώριου όσο και ξένου και ενός αγνού «λαού» που αντιστέκεται σε αυτό. Εξαιτίας αυτής κυρίως της διαίρεσης, η ελληνική πολιτική προσέλαβε έναν ιδιαιτέρως συγκρουσιακό χαρακτήρα, τείνοντας επιπλέον ξεκάθαρα στον πλειοψηφισμό. Θα διατηρούσε αυτά τα χαρακτηριστικά για παραπάνω από μία τριακονταετία.
Μετά από μια φτωχή και σύντομη κυβερνητική θητεία που κατέληξε σε ήττα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η ΝΔ αντιμετώπισε το εξής δίλημμα: είτε να παραμείνει πιστή στις φιλελεύθερες αρχές της είτε να προσχωρήσει στη λογική του ψηφοθηρικού λαϊκισμού. Όπως αποδείχτηκε, η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε υπάρξει το ασθενικό κύκνειο άσμα του φιλελευθερισμού. Η ισχυρή ελκτική δύναμη του λαϊκισμού τον κατέστησε σύντομα μόνιμο διακριτικό γνώρισμα της ελληνικής πολιτικής. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η ΝΔ είχε αναταυτοποιηθεί ως «λαϊκό κόμμα» και έκτοτε επιχειρούσε να πλειοδοτεί έναντι των ήδη υπέρμετρων υποσχέσεων του ΠΑΣΟΚ. Αυτή η τάση εκδηλώθηκε εντονότερα όταν ο Κώστας Καραμανλής, ο ανιψιός του ιδρυτή, διετέλεσε πρόεδρος της ΝΔ την περίοδο 1997-2009. Εκδίωξε από το κόμμα τους επιφανέστερους υποστηρικτές του πολιτικού φιλελευθερισμού και κατέφυγε σε μια πληθωρική ρητορική που τον έκανε να ακούγεται πιο πολύ σαν τον Ανδρέα Παπανδρέου παρά σαν τον ίδιο τον θείο και μέντορά του.
Στην πραγματικότητα, η αποτυχία επίτευξης πολυπόθητων αλλαγών σε κρίσιμους τομείς όπως οι συντάξεις και η υγεία (επί ΠΑΣΟΚ) και η παιδεία (επί ΝΔ) κατέστη το πλέον εξόφθαλμο χαρακτηριστικό όλων των κυβερνήσεων στην ελληνική λαϊκιστική δημοκρατία. Δεν ήταν μόνο ότι αυτές οι μεταρρυθμίσεις πολεμούνταν από ισχυρά συμφέροντα και ότι ποτέ δεν εφαρμόζονταν πλήρως, αλλά επιπλέον ότι οι πολιτικοί που επιδίωκαν να τις εισαγάγουν τιμωρούνταν στις κάλπες και ορισμένοι αποσύρονταν από τον δημόσιο βίο. Ο μεταρρυθμισμός αναδεικνυόταν σταθερά σε χαμένο της πολιτικής.
Η πρώτη ελληνική ιδιαιτερότητα ήταν ότι οι πρόσοδοι και τα άλλα κίνητρα ή παροχές δεν ήταν μόνο υλικά, αλλά συμπεριελάμβαναν «ανταμοιβές» όπως η γενικευμένη στην πράξη ασυλία απέναντι στον νόμο. Η δεύτερη ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με τη φύση της ίδιας της λαϊκιστικής δημοκρατίας: οι «ανταμοιβές» παρέμεναν μεν στοχευμένες σε ειδικές ομάδες αλλά, εφόσον η κοινωνία είχε διαιρεθεί σε δύο ασυμφιλίωτα στρατόπεδα αντιπροσωπευόμενα από κόμματα που εναλλάσσονταν τακτικά στην εξουσία, όλοι οι πολίτες μπορούσαν λογικά να προσδοκούν οφέλη από την πατρωνία μόλις το κόμμα τους κέρδιζε τις εκλογές.
Κατά κανόνα, το κράτος επέβαλε ελάχιστες αμοιβές και ποσοστά κέρδους, όπως επίσης και ειδικούς φόρους και άλλες εισφορές υπέρ τρίτων στους φορολογούμενους προκειμένου να υποχρεώσει συνολικά την κοινωνία να χρηματοδοτεί τα κλειστά επαγγέλματα. Αυτές οι χρεώσεις επιδρούσαν δυσμενώς στη διανομή του εισοδήματος και οδηγούσαν σε μια αναποτελεσματική κατανομή των κρατικών πόρων. Όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσαν επίσης μια τεράστια αύξηση στον αριθμό αυτών των κρατικά προστατευμένων επαγγελμάτων τα τελευταία χρόνια, εφόσον ο ένας κλάδος μετά τον άλλον ασκούσαν πιέσεις για την εισδοχή τους στον χρυσό δακτύλιο της κρατικής χάριτος.
Μια τρίτη, και ακόμα πιο εξωφρενική, περίπτωση διανομής κρατικών πόρων στο σύνολο της κοινωνίας ήταν να αφήνονται απλώς οι πολίτες να τους ιδιοποιούνται ατιμώρητα. Για δεκαετίες, οι Έλληνες είχαν το ελεύθερο να αψηφούν το δημόσιο συμφέρον χωρίς καμία ποινή – μέσω οργιώδους φοροδιαφυγής, αυθαίρετης δόμησης, συνταξιοδοτικών απατών και βουλευτικής ασυλίας.
Για κάμποσες δεκαετίες, επομένως, σχεδόν όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να απομυζούν προσόδους από το κράτος. Η ύπαρξη ενός τέτοιου ευρέος φάσματος προσοδοσυλλεκτικών μηχανισμών επέφερε ένα κοινό πολιτισμικό αποτύπωμα, εφόσον «όλοι σχεδόν οι Έλληνες, από τον μεγάλο επιχειρηματία μέχρι τον μικροοικοπεδούχο στο νησί και τον δημοτικό υπάλληλο στην επαρχία, θεωρούν φυσικό να έχουν κάποια εισοδήματα χωρίς να ρισκάρουν κεφάλαια και χωρίς να εργάζονται παραγωγικά».
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κομματική πόλωση στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει κατά βάση ιδεολογική, όπως συμβαίνει στα πλουραλιστικά συστήματα με πολλαπλές διαιρέσεις (όπως οι διαφοροποιήσεις τάξης, γλώσσας, περιφέρειας ή θρησκεύματος, που συχνά προξενούν βαθιά κοινωνικά ρήγματα) και μια εκτεταμένη διασπορά της κοινής γνώμης. Η ελληνική πόλωση έχει αντιθέτως υπάρξει στρατηγική πόλωση, επιδιωκόμενη ενσυνείδητα από πραγματιστικά κόμματα ανταγωνιζόμενα μεταξύ τους για να κουρσέψουν το κράτος κατά μόνας και να ελέγξουν τους πόρους του. Για αυτόν τον σκοπό, κάθε κόμμα είχε συμφέρον να κλιμακώνει την πόλωση στην προσπάθειά του να δελεάσει τους αποϊδεολογικοποιημένους, αμφιταλαντευόμενους ψηφοφόρους του κέντρου με διάφορες «ανταμοιβές».
Καθώς η κρίση μαινόταν, ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ Θεόδωρος Πάγκαλος πυροδότησε οξεία αντιπαράθεση ερμηνεύοντάς την ως μια κλασική «τραγωδία των κοινών» στην οποία ιδιοτελή και ασυνείδητα άτομα προέταξαν το προσωπικό τους συμφέρον έναντι της δημόσιας ευημερίας. Όπως ανέφερε στη Βουλή στις 21 Σεπτεμβρίου του 2010, «τα φάγαμε όλοι μαζί, μέσα στα πλαίσια μιας σχέσης πολιτικής πελατείας, διαφθοράς, εξαγοράς και εξευτελισμού της έννοιας της ίδιας της πολιτικής». Ωστόσο, το πρόβλημα με αυτήν, και άλλες παρόμοιες ερμηνείες, είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν αποτελεί έναν αρρύθμιστο κοινό πόρο στο πλαίσιο του οποίου ασυντόνιστα άτομα επιχειρούν να αυξήσουν την οριακή χρησιμότητα που αποκομίζουν από τα δημόσια αγαθά. Αντιθέτως, η ελληνική κρίση έχει υπάρξει απότοκο ενός άρτια θεσμοθετημένου πολιτικού συστήματος που σχεδιάστηκε συνειδητά και στοχευμένα, και παρέμεινε λειτουργικό για ένα μεγάλο διάστημα εξαιτίας μιας υψηλού επιπέδου συνάρθρωσης συμφερόντων που επιτεύχθηκε μεταξύ της πολιτικής τάξης της χώρας και της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων.
Η κρίση στην Ελλάδα έχει υπάρξει προϊόν του ιδιαίτερου τύπου της λαϊκιστικής της δημοκρατίας – δηλαδή, μιας δημοκρατίας στην οποία τόσο το κυβερνών κόμμα όσο και το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι λαϊκιστικά. Όπως σημειώθηκε παραπάνω, δύο μηχανισμοί κατέστησαν αυτό το σύστημα ανθεκτικό για τρεις σχεδόν δεκαετίες. Ο πρώτος ήταν ένα κράτος διατεθειμένο να διανέμει πολιτικές προσόδους σε όσο το δυνατόν περισσότερους αποδέκτες· ο δεύτερος ήταν ένα κομματικό σύστημα που εξασφάλιζε την εκτεταμένη παροχή των κρατικών επιδομάτων μέσω της κομματικής εναλλαγής στην εξουσία. Με δύο ισχυρά λαϊκιστικά κόμματα να εναλλάσσονται τακτικά στην εξουσία και να ελέγχουν ένα γενναιόδωρο κράτος έτοιμο να διανέμει πολιτικές προσόδους, οι ψηφοφόροι συνειδητοποίησαν ότι το κράτος προσφερόταν για «αρπαχτές» και ότι συνέφερε περισσότερο να αλώνεις το κράτος μέσω κομματικών διασυνδέσεων παρά να επιχειρείς στην ελεύθερη αγορά. Συνειδητοποίησαν επίσης μέσω των εκλογικών κύκλων ότι ακόμα και εάν κάποιου το κόμμα έχανε σε κάποιες εκλογές, πιθανότατα θα επέστρεφε στην εξουσία στις αμέσως επόμενες. Οι πολιτικοί συνειδητοποίησαν ότι δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν από τις μεταρρυθμίσεις – η κοινωνία απλώς θα τους τιμωρούσε για αυτές στην κάλπη. Βάσει αυτής της ευρείας συναίνεσης, η λαϊκιστική δημοκρατία της Ελλάδας τα πήγαινε σχετικά καλά ώσπου ξέσπασε η κρίση, αποκαλύπτοντας ξαφνικά ότι το ελληνικό κράτος είχε ξεμείνει από πόρους. Από εκεί και έπειτα, δεν ήταν παρά θέμα χρόνου έως ότου οι εκλογές του 2012 επιβεβαιώσουν την κατάρρευση του ελληνικού λαϊκιστικού δημοκρατικού συστήματος.
Η φιλελεύθερη δημοκρατία θεμελιώνεται σε ένα συμβόλαιο μεταξύ κυβερνώντων και κυβερνωμένων που στηρίζεται σε συνταγματικές και άλλες άρρητες συμφωνίες, όλες εκ των οποίων προϋποθέτουν ότι η ατομική ευημερία εξαρτάται από την προώθηση του δημόσιου συμφέροντος. Βάσει αυτής της λογικής, το κράτος παραμένει αμερόληπτο και γίνεται ευρέως αντιληπτό ως πάροχος δημόσιων αγαθών (και όχι πολιτικών προσόδων). Στον βαθμό που τα κράτη δρουν σύμφωνα με αυτούς τους κανόνες, κερδίζουν σε νομιμοποίηση, και καθώς οι κοινωνίες σε γενικές γραμμές συμμορφώνονται και αυτές με τους ίδιους κανόνες, η πολιτική εξελίσσεται σε παίγνιο θετικού αθροίσματος.
Σε ένα περιβάλλον τέλεια συμμετρικής πληροφόρησης, εντολείς και εντολοδόχοι ενεπλάκησαν σε ένα υψηλού επιπέδου παίγνιο συντονισμού με τρόπαιο το κράτος, με τις δύο ομάδες δρώντων ωστόσο να υπηρετούν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, είτε «τσεπώνοντας» κρατικά επιδόματα (εντολείς) είτε διατηρώντας εξουσία και «καρέκλες» (εντολοδόχοι).