Τριανταφύλλου Σώτη

Κοινωνικό ασυνείδητο και ελληνική κοινωνία

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Ιανουάριος 2021, σ. 14
Θέματα: 
ΑνθρωπολογίαΠολιτισμική ανθρωπολογία
Ελληνικές Σπουδέςεθνική ταυτότητα
ΘρησκειολογίαΟρθοδοξία
ΙστορίαΕλληνική ιστορία
Ψυχολογίακοινωνικό ασυνείδητο
Λέξεις-κλειδιά: 
κουλτούρα
εθνική αυτογνωσία
αποικιοκρατία
άτομο
οικογένεια
Μεσόγειος
μαρξισμός

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Προσεγγίζω συχνά το συλλογικό μας ασυνείδητο μέσα από την αντιπαραβολή του με το αμερικανικό – αποτελεί μέρος του ερευνητικού μου πεδίου: μου φαίνεται συναρπαστικό το πώς οι Αμερικανοί κι εμείς, παρά τις διαφορετικές κοινωνικές και τεχνολογικές συνθήκες, φέρουμε στο κοινωνικό μας ασυνείδητο κοιτάσματα προ-νεωτερικότητας, θρησκοληψία και μαγική σκέψη.

 

Παραμένουμε ένα σύνολο σε διαρκή σύγκρουση όπως μερικά ζευγάρια που μισούν υπερβολικά ο ένας τον άλλον για να χωρίσουν. Αν η έρημος στη Μέση Ανατολή ευνόησε την απομόνωση επιμέρους πληθυσμιακών ομάδων, τα βουνά στα Βαλκάνια έγιναν τα φυσικά εμπόδια μεταξύ γειτονικών πόλεων και χωριών, διαιωνίζοντας τον τοπικισμό, την ενοριακή νοοτροπία κυριολεκτικά και μεταφορικά: l’esprit du clocher. H διατήρηση διαλέκτων, τοπικών εθίμων και τοπικών αγίων, που άλλοτε προστατεύουν την κοινότητα, άλλοτε της στέλνουν θεομηνίες για να την τιμωρήσουν, συνετέλεσε στην κατασκευή ενός κατακερματισμένου κοινωνικού ασυνειδήτου που μοιάζει να καταλαμβάνει ευρύτερο χώρο από το συνειδητό. Κι αν έχει κάποια σημασία αυτή η συζήτηση είναι ακριβώς το πώς θα αποκτήσουμε περισσότερη αυτογνωσία· το πώς θα απαλλαγούμε από την παθολογία που δημιούργησε η ιστορική μας διαδρομή – η μουσουλμανική κατάκτηση, η οθωμανική διοίκηση και, στον 20ό αιώνα, οι εμφύλιες διαμάχες, με πολεμικά ή ειρηνικά μέσα. Μια σειρά από συναισθήματα και αποκρίσεις, που προκύπτουν από αρχέγονες ενδο-ομαδικές ταυτότητες είναι παθολογικά και μας καθηλώνουν σε μια αέναη επανάληψη.

 

Το πρώτο χαρακτηριστικό του ελληνικού κοινωνικού ασυνειδήτου είναι η διεκδίκηση της ανεξαρτησίας η οποία υπονοεί την αποικιοποίηση εκ μέρους ξένων δυνάμεων, άλλοτε κατάφωρη, άλλοτε «σκοτεινή». Παρατηρούμε με καχύποπτο μάτι την αδιάλειπτη προσπάθεια εκ μέρους αυτών των δυνάμεων να μας υποδουλώσουν, είτε διότι μας φθονούν, είτε διότι είμαστε μικροί κι ευάλωτοι.

 

Ωστόσο, οι Έλληνες, όσο μπορούμε να γενικεύσουμε, βίωσαν και βιώνουν ως αποικιοκρατία τον δυτικό παράγοντα, από τον ευρωπαϊκό φιλελληνισμό και τη βαυαροκρατία (ο όρος είναι εύγλωττος) μέχρι τη βρετανική και αμερικανική παρουσία, δηλαδή το σύνολο των πολιτικών που χαρακτηρίζεται, λανθασμένα, ως ιμπεριαλισμός. «Αμερικάνοι φονιάδες των λαών», «Έξω οι βάσεις του θανάτου», «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» κτλ.

 

Πάντως, το ελληνικό κοινωνικό ασυνείδητο δεν αποτελεί per se απόκριση σε πολιτικές· προϋπάρχει αυτών και, εν πολλοίς, διαμορφώνει την απόκριση. Το θεμελιώδες στοιχείο είναι η απόρριψη του ξενόφερτου δυτικού προτύπου, η οποία χρονολογείται ήδη από το 1830 και φτάνει ώς τις μέρες μας με την πολιτιστική πολιτική της αριστεράς, η οποία καταγγέλλει τα αμερικανικά πολιτιστικά υποπροϊόντα καλώντας για επιστροφή στις «ρίζες». Ως «ρίζες» δεν αναγνωρίζεται η αρχαιοελληνική παράδοση αλλά μάλλον ο ελληνισμός επί Τουρκοκρατίας, όχι εκείνος που προσπάθησαν να κατασκευάσουν οι Ευρωπαίοι κλασικιστές και οι φιλέλληνες. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το πώς, ως Νεοέλληνες, στη διάρκεια της μαζικής αγροτικής εξόδου, κατεδαφίσαμε τα νεοκλασικά κτίρια στις πόλεις: απορρίψαμε συμβολικά αλλά βιαίως μια ελληνική αισθητική την οποία, υποσυνείδητα, θεωρούσαμε εξωγενή και ξενόφερτη.

 

Σύμφωνα με την πιο οπισθοδρομική και εσωστρεφή ελληνοπρέπεια, τα προβλήματα των Ελλήνων οφείλονται στη φτώχεια και στην ξένη εξάρτηση· οι λιγοστοί που πάσχουν «στο κεφάλι τους» είτε μπορούν να ιαθούν με παραδοσιακούς τρόπους (γιατροσόφια και οικογενειακή φροντίδα), είτε δεν μπορούν και θα γίνουν οι σαλοί του χωριού ή τα ανάπηρα αδερφάκια, τα κρυμμένα στο βάθος του σπιτιού. Εννοείται ότι ζούμε τις τελευταίες μέρες αυτής της ιδεοληψίας, αν και, φυσικά, τα αγροτικά στρώματα και οι πιο απομονωμένες περιοχές νιώθουν εντονότερα την παραξενιά του δυτικού ορθολογισμού απ’ ό,τι οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων. Υπό αυτή την έννοια, το συλλογικό μας ασυνείδητο αποθηκεύει μια μορφή αυτοεξωτισμού η οποία εμμένει: τσεμπεροφόρες γριές, μαυροντυμένες χήρες, συγκατοίκηση τριών γενεών στο ίδιο σπίτι, κουλτούρα του τάπερ και τα τοιαύτα.

 

Κατά κάποιον τρόπο, απορρίπτουμε τα πολιτιστικά αντιδάνεια: παρότι επαναλαμβάνουμε (όλο και λιγότερο, είναι αλήθεια) ότι δώσαμε τα φώτα του πολιτισμού στη Δύση, αντιστεκόμαστε στο βλέμμα και στον τρόπο ζωής που δημιούργησε αυτός ο πρώιμος διαφωτισμός. Πρόκειται για το πλέον ογκώδες μέρος του κοινωνικού μας ασυνειδήτου, για τη μη κατανόηση της αρχαίας Ελλάδας και γενικότερα της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, όχι επειδή ανήκει στο απώτερο παρελθόν αλλά επειδή έρχεται σε αντίθεση με τη χριστιανική· επειδή αντιβαίνει στην εκκλησιαστική ερμηνεία της ιστορίας μας. Από τη στιγμή που η ελληνική Εκκλησία αποσχίστηκε από τη δυτική, και η Κωνσταντινούπολη κατελήφθη από τους Οθωμανούς, η ελληνόφωνη Ανατολή βρέθηκε αποκομμένη από κρίσιμες εξελίξεις, τον προτεσταντισμό, τον Διαφωτισμό, το κίνημα της εκκοσμίκευσης – με το πέρασμα του χρόνου, η Ορθοδοξία αναγνώριζε περισσότερες ομοιότητες με το Ισλάμ και ριζικότερες διαφορές με τις δυτικές εκκλησίες και τον ιουδαϊσμό. Έτσι, ενώ ο προτεσταντισμός προώθησε τις αρετές της φιλοπονίας, της αυτοπειθαρχίας και της ιδιωτικότητας (καταργώντας την εξομολόγηση), η Ορθοδοξία παρέμεινε μακριά από τις αξίες του καπιταλισμού στις οποίες συμπεριλαμβανόταν η ελευθερία της συνείδησης, η προσωπική ειλικρίνεια και η ατομική ευθύνη για τη λήψη των αποφάσεων. Έτσι διαιωνίστηκε και εν μέρει ανακατασκευάστηκε ένα κοινωνικό ασυνείδητο από το οποίο λείπει η αξία του ατόμου, η ατομική ευθύνη και η αυτάρκεια. Η απουσία λέξης για την privacy, η αρχιτεκτονική των σπιτιών και η αντιμετώπιση του «μόνου» ανθρώπου –με ένα μείγμα καχυποψίας και οίκτου– ήταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια στοιχείο της ελληνικής ταυτότητας και του ελληνικού πολιτισμικού παραδείγματος (Ράμφος 2011, 2020).

 

Η μη πρόσληψή μας ως άτομα αλλά ως μέλη ομάδων όπως η οικογένεια και το εκκλησίασμα αποτελεί βεβαίως χαρακτηριστικό ολόκληρης της Μεσογείου. Στην ταινία Analyze This, όταν ο μαφιόζος ιταλικής καταγωγής, τον οποίον υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, ακούει από τον ψυχαναλυτή του ότι ίσως τον βασανίζει κάποιο οιδιπόδειο σύμπλεγμα γίνεται έξαλλος και σχεδόν απειλεί να τον σκοτώσει. Αλλά τουλάχιστον έχει κάνει ένα βήμα πέρα από την αντίληψη του μεσογειακού κόσμου ότι δεν χρειαζόμαστε ψυχολόγους και ψυχοθεραπευτές εφόσον έχουμε φίλους και οικογένεια. Και ίσως η ψυχανάλυση να τον βοηθήσει να αναγνωρίσει στο πρόσωπο της μαμάς του το βαμπίρ που είναι. Στο μεσογειακό συλλογικό ασυνείδητο η οικογένεια και ιδιαίτερα η μητέρα δεν μπορεί εξ ορισμού να είναι πηγή προβλημάτων· είναι, αντιθέτως, ο μοναδικός χώρος της αγάπης και της προστασίας μπροστά στον μεγάλο κακό κόσμο.

 

Η καχυποψία προς τους ξένους που μας επιβουλεύονται συνδέεται με το πώς η ελληνική οικογένεια προσλαμβάνεται ως ένα περίβλημα απέναντι και, ενδεχομένως, εναντίον των «ξένων». Αν και στην Ελλάδα δεν παρατηρείται ιδιαίτερη ξενοφοβία υπό την έννοια των αλλοδαπών, υπάρχει εκείνο το είδος αρχέγονης αναδίπλωσης μπροστά σε όποιον δεν ανήκει, η λέξη είναι χαρακτηριστική, στην ίδια γραμμή του αίματος. Πρόκειται για μια τάση αν όχι αιμομιξίας, τουλάχιστον ενδογαμίας, επιτρέποντας και νομιμοποιώντας συναισθήματα φθόνου και χαιρεκακίας: να πεθάνει η κατσίκα του γείτονα κτλ. Ο φθόνος και η καχυποψία προς τον «ξένο» εντάσσεται επίσης στο πλαίσιο της μαγικής σκέψης, εφόσον στην ύπαιθρο τουλάχιστον, διαιωνίζονται οι ιδέες για το κακό μάτι, τις οποίες βεβαίως συναντάμε και στον χώρο του New Age με την καλή και την κακή ενέργεια.

 

Η ορθόδοξη κοσμολογία αντιλαμβάνεται τον χρόνο ως κυκλικό και αμετάτρεπτο και τον ατομικισμό ως εκδήλωση βλάσφημου εγωτισμού που υπονομεύει το πνεύμα της ενορίας και της θείας λειτουργίας. Η θρησκεία διαπερνά κάθε πτυχή της ζωής, ακόμα και εκείνων που δεν θρησκεύονται ενεργά.

 

Εξάλλου, αποδεχόμαστε το πλαίσιο της Ορθοδοξίας με τον παρελθοντικό της προσανατολισμό, ως δόγμα που δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση.

 

Στο προτεσταντικό περιβάλλον, οι πλούσιοι δικαιούνται να καμαρώνουν για την επιτυχία τους ως ένδειξη θείας χάριτος, ενώ οι φτωχοί εκλαμβάνουν την κατάστασή τους ως θεϊκή τιμωρία. Απεναντίας, η Ορθοδοξία είναι καταδεκτική απέναντι στην ανημπόρια του ατόμου, πράγμα που θα βοηθούσε αν δεν οδηγούσε στο πνεύμα της αγέλης (Λε Μπον 2018).

 

Η παράλληλη θρησκεία και εκκλησία που ορίζει το κοινωνικό μας ασυνείδητο και που φαινομενικά αντιτίθεται στη μαγική σκέψη, αλλά κατ’ ουσίαν δεν της αντιτίθεται, είναι ο μαρξισμός, η αναγωγή όλων των προσωπικών προβλημάτων στις κοινωνικές συνθήκες. Η μαρξιστική πολιτική και πολιτιστική ηγεμονία δημιούργησαν τον κοινωνικοκεντρικό Έλληνα πάνω στο ήδη υπάρχον υπόβαθρο της μη ατομικότητας, της ανάγκης του Κράτους-Προστάτη και σάκο του μποξ που δέχεται όλες τις κατάρες – διότι δεν παίζει τον ρόλο του και διότι ταυτοχρόνως είναι υπερβολικά μεγάλο· μια λαβυρινθώδης γραφειοκρατία. Η κοινωνικοκεντρικότητα αποδίδει την ελληνική μελαγχολία σε κοινωνικές αιτίες: κάνει λόγο για ανικανότητα, για ανέφικτο της ευτυχίας στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Οι αριστερομελαγχολικοί φρονούν φυσικά ότι τα προβλήματά τους θα λυθούν στον σοσιαλισμό, στο δικό τους Επέκεινα.

 

Μολονότι, στην ανθρωπολογία, οι λαοί διακρίνονται σε κοινότητες ντροπής και τιμής, εμείς οι Έλληνες (όπως και οι Σικελοί και οι Κορσικανοί) απομακρυνόμαστε από αυτά τα πρότυπα: η τιμή και η ντροπή περιορίζονταν μέχρι πριν από λίγες δεκαετίες στα ζητήματα της οικογένειας, ιδιαίτερα της γυναικείας σεμνότητας, ενώ δεν ετίθετο ζήτημα ανάληψης της ευθύνης και αυτοτιμωρίας – εξού και το χαμηλό ποσοστό παραιτήσεων από δημόσιες θέσεις και αυτοκτονιών. Στο κοινωνικό μας ασυνείδητο κατέχει σημαντική θέση όχι η ενοχικότητα, αλλά η μη-ενοχικότητα. Η ευθύνη μεταβιβάζεται συστηματικά στους άλλους  – αρχίζοντας από το σχολείο («δεν φταίω εγώ κυρία, φταίει ο πισινός μου») και φτάνοντας βεβαίως στην πολιτική, πράγμα που σχετίζεται με την απόρριψη της ατομικότητας που προανέφερα. Είναι χαρακτηριστική η συνήθεια του εορτασμού των ονομαστικών εορτών και όχι των γενεθλίων – που μαζί με άλλα προνεωτερικά έθιμα υποχωρεί τις τελευταίες δεκαετίες. Οι ονομαστικές εορτές καταδεικνύουν τη συλλογική και όχι την ατομική αντίληψη του όντος: του αγίου Ιωάννου γιορτάζει η μισή Ελλάδα, στις 25 Μαρτίου γιορτάζει η άλλη μισή. Προσδιοριζόμαστε με όρους ομαδικού ανήκειν: οικογένεια, χωριό, ενορία. Από πού είσαι; Ποιανού είσαι εσύ; Η αντικειμενικότητα και η αμεροληψία, όπως οι συλλογικές αξίες και το ενδιαφέρον για την ευρύτερη κοινωνία είναι λιγότερο σημαντικά από ό,τι η αφοσίωση στην ενδο-ομάδα.

 

Το βιβλίο του Edward Banfield The Moral Basis of a Backward Society (1958) όπου ο Αμερικανός συγγραφέας ανέλυε αυτό που ονόμαζε amoral familism μιας μικρής πόλης του ιταλικού Νότου προκάλεσε πικρές αντιδράσεις. Ωστόσο, μου φαίνεται ότι ο Banfield συλλαμβάνει το Zeitgeist της δεκαετίας του 1950 στην επαρχία της Μεσογείου: ο αμοραλισμός που περιέγραφε –αδιαφορία για οποιονδήποτε δεν «ανήκει» στην οικογένεια, απουσία κοινοτικού ιδεώδους– μού φαίνεται πολύ κοντά σε οποιαδήποτε ελληνική κωμόπολη της ίδιας εποχής, αλλά και αργότερα, όπου ο πολίτης δεν αυτοπροδιορίζεται ως πολίτης και δεν λογοδοτεί στον εαυτό του· λογοδοτεί στην ομάδα στην οποία «ανήκει»: οικογένεια, κόμμα, πολιτική παράταξη. Η σύνδεση και η ταύτιση με την υπο-ομάδα οδηγούν στην «έλλειψη ατομικής ευθύνης» η οποία ωστόσο λαμβάνει τερατώδεις διαστάσεις εντός του πλαισίου εκπλήρωσης των καθηκόντων του και τήρησης των δεσμεύσεών του: είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά του Κομμουνιστικού Κόμματος στα αμαρτάνοντα μέλη του – εξαναγκασμός σε αυτοκριτική, ταπείνωση, μαστίγωση, αποπομπή, αμαύρωση, συμβολικός λιθοβολισμός, δολοφονία συμβολική ή πραγματική. Η βαριά σκιά του κομμουνιστικού κινήματος απαντά σε όλες τις μεσογειακές χώρες, ως υποκατάστατο της θρησκείας και ως ομάδα εξύψωσης και τιμωρίας, αλλά στο ελληνικό υπόδειγμα, ήταν πολύ πιο καθοριστική, μιας και σ’ εμάς το κομμουνιστικό κίνημα ενεπλάκη σε μια διαδικασία κοινωνικής χειρουργικής, εκμεταλλεύτηκε όλα τα παθολογικά στοιχεία του κοινωνικού μας ασυνειδήτου και συναρμολόγησε μια μυθολογία η οποία τα ενέτεινε και τα επιδείνωσε.

 

Ακόμα και η οικειοθελής προσχώρησή μας στην ΕΕ με όρους κάθε άλλο παρά εκμεταλλευτικούς παρουσιάζεται ως συνέχεια μιας κακοδαιμονίας –και πάλι η λέξη είναι εύγλωττη– για την οποία ευθύνεται η Ευρώπη, ιδιαίτερα ο Βορράς μιας και στο συλλογικό μας ασυνείδητο φωλιάζει, εκτός από την αντίθεση Ανατολής-Δύσης, η αντίθεση Βορρά-Νότου. Αποκρύπτεται δηλαδή ότι η δανειοληψία που κατέληξε σε «αποικία χρέους» οφείλεται, εν πολλοίς, στην ελληνική κακοδιαχείριση και στον έξαλλο ελληνικό συνδικαλισμό ο οποίος απαιτούσε από λαϊκιστές πολιτικούς να χρηματοδοτούν ένα βιοτικό επίπεδο που υπερέβαινε την οικονομική απόδοση και το παραγωγικό επίπεδο της χώρας. Ο δε εξευρωπαϊσμός μάς παρουσιάζεται ως βίαιος όχι μόνο επειδή απειλεί την αμεταρρύθμιστη ελληνική χριστιανοσύνη και τα πρωτόγονα έθιμα, αλλά και επειδή απειλεί το σύστημα επιείκειας που τροφοδοτεί την ανομία, τη διαφθορά, την αλλοπρόσαλλη δημοσιονομική πολιτική. Στα γερμανικά η λέξη-κλειδί είναι Schuld που σημαίνει «ενοχή» και «χρέος»: αυτό είναι που μας τρομάζει· η κουλτούρα της ατομικής ευθύνης και της ενοχής. Αλλά η ατομική ευθύνη και η ενοχή είναι δομικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου πολιτισμού· η έλλειψή τους έκανε το πολιτικό παιχνίδι στην Ελλάδα τόσο αναξιόπιστο ώστε να εκλαμβάνεται ως μια συνωμοσία εναντίον του πολίτη, ο οποίος, με τη σειρά του, κρύβεται στις γραμμές του εκκλησιάσματος, δεν φανερώνεται στον χώρο της civitas (Mauss 2004:137-184).

 

Νομίζω ότι οι Ιρλανδοί, οι Κύπριοι, οι Πορτογάλοι ανέλυσαν με επιτυχία το κοινωνικό τους ασυνείδητο και πέτυχαν κάποιον βαθμό επίγνωσης. Εμείς, ίσως καθυστερούμε σ’ αυτή την επίγνωση: σε μια έρευνα γνώμης του Pew, το 2012, απαντήσαμε κατά πλειοψηφία ότι είμαστε οι σκληρότερα εργαζόμενοι από τους Ευρωπαίους· λες και δεν έχουμε ιδέα ότι είμαστε αναβλητικοί, ότι ρέπουμε στην οκνηρία· λες και δεν έχουμε αντιληφθεί το πώς η ελληνική βίωση του χρόνου καταλήγει στο καφενείο και στη δυσκίνητη γραφειοκρατία. Στην ίδια έρευνα, οι Έλληνες αξιολόγησαν ως προτεραιότητά τους την οικογένεια, μια ιδέα που φαίνεται απλή και φυσική, αλλά που δεν υπαινίσσεται ότι ο ασφυκτικός υπερπροστατευτισμός της οικογένειας (η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου «Ο κυνόδοντας» τα έλεγε όλα, με τρόπο που ενοχλούσε) σε συνδυασμό με μια θρησκευτικότητα δύσπιστη έως αρνητική έναντι της ανθρώπινης πράξης, μας κάνει να τα θέλουμε όλα έτοιμα και εύκολα, να εισπράττουμε μοιρολατρικά τις αποτυχίες και να κλείνουμε τα μάτια στις αδυναμίες μας. Η θρησκεία ήταν η δεύτερη αξία, μιας και το μεταφυσικό αποκούμπι της σωτηρίας στον άλλο κόσμο μάς βοηθάει να αντιπαρερχόμαστε τις απαιτήσεις της πραγματικότητας: θα επιμείνω ωστόσο ότι η θρησκεία είναι το όπιο του λαού και ως όπιο μας έχει ρίξει στον ύπνο. Ως προς την εν λόγω έρευνα υποπτεύομαι πως αν μας ρωτούσαν ποιοι είναι οι ωραιότεροι Ευρωπαίοι και πάλι θα απαντούσαμε «Εμείς».

 

Η βελτίωση της ζωής προϋποθέτει αυτογνωσία, ενηλικίωση, ανάληψη ευθυνών – χωρίς δικαιώματα οι άνθρωποι αντιμετωπίζονται σαν ζώα· χωρίς υποχρεώσεις συμπεριφέρονται σαν ζώα.

 

Αν βγούμε από τη Μεταπολίτευση, από τον «εμφύλιο πόλεμο με ειρηνικά μέσα», έχουμε κάποιες πιθανότητες να συνάψουμε γενναίες συναινέσεις (επιτυγχάνοντας συμπληρωματική σχέση κυβέρνησης-αντιπολίτευσης), να ενώσουμε την ελληνική ταυτότητα με την ευρωπαϊκή και να αντισταθούμε στην εξαγρίωση την οποία υποθάλπει η ανομία και η αποενεχοποίηση, η νοοτροπία της ήσσονος προσπάθειας, που καθρεφτίζεται στην παιδεία και στην άσκηση της πολιτικής. Κάνουμε ό,τι μπορούμε· νομίζω ότι πρέπει να κάνουμε κάτι περισσότερο.