Πόλλις Αδαμαντία

Η επίδραση των παραδοσιακών πολιτισμικών νορμών στην ελληνική πολιτική

(μτφρ.)
Θανάσης Κουραβέλος

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Οκτώβριος 2020, σ. 29
Θέματα: 
Ανθρωπολογίαφιλότιμο
Ελληνικές ΣπουδέςΠολιτισμικά χαρακτηριστικά
ΘρησκειολογίαΟρθοδοξία
ΙστορίαΝεότερη Ελλάδα
ΚοινωνιολογίαΠολιτική κοινωνιολογία
ΠολιτικήΠελατοκρατία
Λέξεις-κλειδιά: 
εαυτός
οικογένεια
έμφυλες σχέσεις
εξισωτισμός
αυταρχισμός
δημοκρατική κουλτούρα
παράδοση
εκσυγχρονισμός
Αριστερά

Τα θεμέλια του αστικού κράτους δεν στηρίζονται ούτε στις φιλοσοφικές θεωρίες των Πλάτωνα και Αριστοτέλη ούτε στις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Αρχαία Ελλάδα. Ο Αριστοτέλης φοβόταν την οχλοκρατία και επικροτούσε την υποταγή του ατόμου στην ομάδα, είτε επρόκειτο για τη φυλή είτε για την πόλιν· στην πραγματικότητα, το άτομο δεν υφίστατο ως τέτοιο. Ο Πλάτωνας, από την άλλη μεριά, δικαιολογούσε το ύστατο δικαίωμα του κράτους να καταστέλλει τους διαφωνούντες εφόσον το άτομο όφειλε την ύπαρξή του σε αυτό και αποτελούσε προϊόν του. Για τους Αρχαίους, ο εξορισμός ενός ατόμου από την πόλιν του συνιστούσε την έσχατη ποινή εφόσον έτσι αποστερούνταν οικογένειας και εστίας. Είναι η φιλοσοφία των Πλάτωνα και Αριστοτέλη προσμεμιγμένη στη συνέχεια με τον βυζαντινό μυστικισμό και μοιρολατρισμό –ό,τι δηλαδή κληρονόμησαν οι νεότεροι Έλληνες–, η οποία πόρρω απέχει από το να συνιστά το λίκνο της δυτικής δημοκρατίας.

 

Σε περιγραφικό επίπεδο, σχέσεις προστάτη-πελάτη παρατηρούνται σε χώρες τόσο διαφορετικές μεταξύ τους όσο η Ινδία, η Νιγηρία, η Ιαπωνία και η Ελλάδα, αν και σε κάθε περίπτωση τα πολιτισμικά συμφραζόμενα ποικίλλουν. Οι πολιτισμικές νόρμες με τη σειρά τους στηρίζονται πάνω στα φιλοσοφικά θεμέλια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας, τα οποία ενσαρκώνονται στις επικρατούσες ιδεολογίες, συμβάσεις και αξίες της. Αυτό το πλέγμα αξιών αποτελεί μέρος των θέσφατων μιας κοινωνίας, τα οποία συνήθως αγνοούνται και έτσι διαφεύγουν της αναλυτικής διερώτησης. Σε μια προσπάθεια να κατανοήσουμε πληρέστερα την πελατοκρατία, είναι επομένως απαραίτητο να διερευνήσουμε τις αξίες, τις συμβάσεις και τα συστήματα πεποιθήσεων που πλαισιώνουν τη λειτουργία των πελατειακών δικτύων σε συγκεκριμένες κοινωνίες.

 

Παραδοσιακά, στην Ελλάδα, η αντίληψη για τον εαυτό, όπως και για τις σχέσεις του με τους άλλους και με τον γύρω κόσμο, είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο της ύπαρξης του ατόμου ως άτομο. Ο εαυτός αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος ενός ευρύτερου συνόλου και δεν υπήρχε ως ξεχωριστό άτομο. Η πρωταρχική ομάδα αναφοράς για τον Έλληνα, η οποία διαμόρφωνε τις αξίες, τις αρχές και τις συμπεριφορές του, ήταν η εκτεταμένη οικογένεια. Η αξία του ατόμου εκτιμούνταν στη βάση της προσήλωσής του στη σπουδαιότερη ηθική αξία, το φιλότιμο, που κυριολεκτικά σημαίνει την αγάπη για την τιμή, με την τιμή να προσδιορίζεται με έναν ιδιαζόντως «ελληνικό» τρόπο.

 

Αυτό που πρέπει να προσεχθεί στο φιλότιμο είναι ό,τι θα εκλάμβανε ένας Δυτικός ως διαφορετικά ηθικά κριτήρια εφαρμοζόμενα στα μέλη μιας εκτεταμένης οικογένειας και σε εκείνους του ευρύτερου περιβάλλοντος. Το ψέμα, η εξαπάτηση, η ανεντιμότητα αποτελούν ανήθικες ενέργειες όταν πρόκειται για μέλη της οικογένειας, αλλά ηθικές όταν πρόκειται για ξένους. Ωστόσο, εντός του παραδοσιακού ελληνικού πλαισίου, αυτό δεν συνιστά διπλή ηθική. Αντιθέτως, συνιστά ένα ενιαίο ηθικό σύστημα βασισμένο στο ελληνικό εννοιακό περιβάλλον όπου η κοινωνική πραγματικότητα δομείται διαφορετικά και κατ’ αντιστοιχία βιώνεται διαφορετικά από ό,τι στη Δύση.

 

Η σεμνότητα είναι η υψηλότερη αρετή που μπορεί να διαθέτει μια γυναίκα. Προϋποθέτει την απουσία υποκειμενικότητας και συνεπάγεται τη δουλικότητα, τον σεβασμό στους άνδρες και την έλλειψη προσωπικών ορμών ή επιθυμιών. Παραδοσιακά, ένα νεαρό κορίτσι που επεδείκνυε ελεύθερο πνεύμα θεωρούνταν ότι είχε ελαττωματικό χαρακτήρα. Δεν διέθετε δηλαδή σεμνότητα, και κατ’ επέκταση τη δέουσα υποτακτικότητα και υποχωρητικότητα, υποσκάπτοντας με αυτόν τον τόπο τις γαμήλιες προοπτικές της. Συνεπώς, οι απαιτήσεις του φιλότιμου για την γυναίκα ικανοποιούνταν εάν συμπεριφερόταν με σεμνότητα, και ήταν υπάκουη και πειθήνια.

 

Άλλες αξίες και αρχές που υπονοούνται με τον όρο φιλότιμο, όπως ισχύει για τους άνδρες, είναι το ανεπίτρεπτο της προσωπικής ανάληψης ευθύνης για αποτυχίες ή της αναγνώρισης λαθών. Η παραδοχή της προσωπικής υπαιτιότητας για την ανικανότητα εύρεσης εργασίας ή για την ανεντιμότητα κάποιου ή για αυτήν ενός μέλους της οικογένειάς του θα ήταν ψυχολογικά ολέθρια: θα καταρράκωνε τον εαυτό. Όλα αυτά θα υποδήλωναν έλλειψη φιλότιμου, θα έδιναν λαβή στον εχθρικό, εξωτερικό κόσμο να αντιμετωπίσει κάποιον με περιφρόνηση και χλευασμό, και έτσι να προκληθούν επώδυνα, αφόρητα αισθήματα ντροπής. Ταυτόχρονα, οι Έλληνες πιστεύουν ότι δεν ασκούν κανέναν έλεγχο στο περιβάλλον τους ή το πεπρωμένο τους. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ενδεικτικό της αίσθησης μοιρολατρίας που διαποτίζει την κουλτούρα από το ελληνικό ελαφρολαϊκό τραγούδι. Ο πόνος και τα βάσανα της ανδρικής μοίρας –ο έρωτας χωρίς ανταπόδοση, η προδοσία, η φτώχια– αποτελούν τα βασικά μοτίβα των στίχων. Είναι οι άλλοι που έχουν προδώσει, είναι η μοίρα που έχει κάνει κάποιον φτωχό, αφού άλλωστε το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Όπως η ευθύνη για τις προσωπικές αποτυχίες κάποιου επιρρίπτεται στους απέξω, το ίδιο συνήθως συμβαίνει και με την ευθύνη για τις πολιτικές εξελίξεις. Εξαιτίας τόσο της λογικής του φιλότιμου που αποκλείει την αναγνώριση των λαθών όσο και της ταυτόχρονης αίσθησης αδυναμίας, οι Έλληνες τείνουν να μην αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις πολιτικές ή οικονομικές τους αποτυχίες, αλλά να κατηγορούν τα στοιχεία της φύσης, τη μοίρα ή τους κακόβουλους εχθρούς.

 

Με τη σειρά του, το Βυζάντιο ήρθε να επιθέσει στην ελληνική κουλτούρα μια θρησκευτικότητα μοιρολατρίας και αρνησικοσμίας.

 

Στη νεότερη Ελλάδα, εντός ενός σύγχρονου πολιτικού θεσμικού περιβάλλοντος, είτε κοινοβουλευτικής αρχής είτε στρατιωτικής δικτατορίας, η ιδέα της σπανιότητας και η πίεση για «επιβίωση», ψυχολογική ή οικονομική, παρέμειναν ζωντανές.

 

Επομένως, ο εξισωτισμός, τουλάχιστον όπως αυτός γίνεται αντιληπτός στη Δύση, δεν έχει υπάρξει παραδοσιακή ελληνική αξία. Το νόημα της ισότητας στην Ελλάδα δεν υπήρξε ούτε αυτό της ισότητας ευκαιριών, ούτε αυτό της ισότητας με όρους ανθρώπινων δικαιωμάτων, ούτε αυτό της ισότητας ως φυσική δωρεά· πρόκειται για ισότητα στη βάση της αξίας του άνδρα, με το κριτήριο της αξίας να είναι αυτό του έντιμου άνδρα, του άνδρα που συμπεριφέρεται με φιλότιμο. Με αυτή την έννοια, οι φτωχοί και οι πλούσιοι, οι αδύνατοι και οι δυνατοί μπορούν να είναι ίσοι. Για τις γυναίκες, η έννοια της ισότητας είναι άσχετη με οποιουσδήποτε όρους εφόσον θεωρούνται κατώτερες.

 

Οι κοινωνίες διαθέτουν μια βασική γνωστική δομή και έναν κεντρικό πυρήνα συμβάσεων και αξιών –προκειμένου να ισορροπούν τα άτομα ψυχολογικά, να συντηρείται η κοινωνική διάδραση και να ορίζεται η κοινωνική πραγματικότητα–, οι οποίες ανθίστανται στην αλλαγή, ενώ άλλες αξίες, περιφερειακές των πυρηνικών, είναι μακράν πιο ευεπίφορες στην αλλαγή. Αντιμέτωποι με ένα παρεμφερές σύνολο φυσικών ή περιβαλλοντικών «πραγματικοτήτων», διαφορετικοί λαοί μπορούν να αναπτύξουν αποκλίνουσες εννοήσεις αυτών των πραγματικοτήτων και να επινοήσουν ποικίλες στάσεις και πρότυπα ρύθμισης των αναμεταξύ τους σχέσεων όπως και της σχέσης τους με τα πράγματα. Αυτή η βασική γνωστική δομή ανθίσταται στην αλλαγή: νέα φαινόμενα, νέα συμβάντα και νέες εξελίξεις αφομοιώνονται και κατανοούνται εντός αυτού του πλαισίου. Για παράδειγμα, οι Έλληνες νησιώτες έχουν υπάρξει ναυτικοί για αιώνες, απουσιάζοντας, στο παρελθόν, ακόμα και για σειρά ετών. Παρόλα αυτά, ο ορισμός του εαυτού με τους όρους της οικογένειας και της εντοπιότητας και με τις συνεπαγόμενες ευθύνες και υποχρεώσεις δεν άλλαξε. Ωστόσο, την ίδια ακριβώς στιγμή, οι ναυτικοί θεωρούν ότι προσαρμόζονται άνετα στις νέες συνθήκες, συσσωρεύοντας πολιτισμικά αγαθά και υιοθετώντας συχνά ξένες καταναλωτικές συνήθειες. Στη μεταπολεμική εποχή, με την ταχεία αστικοποίηση, οι αξίες του καταναλωτισμού αφομοιώθηκαν με ζέση χωρίς ωστόσο αυτό να οδηγήσει στην κατάρρευση τέτοιων πυρηνικών αρχών όπως το ψυχολογικό δέσιμο της οικογένειας και η υποταγή και ο σεβασμός στην εξουσία.

 

Η εικόνα των Ελλήνων, ως Ζορμπάδων, ως ελεύθερων πνευμάτων, αποτελεί ψευδαίσθηση καλλιεργούμενη από την ετοιμότητα με την οποία κριτικάρουν και απαξιώνουν τις αρχές, από την εριστικότητά τους και από την πανσπερμία απόψεων που εκφράζεται για το οτιδήποτε. Όπως ήδη σημειώθηκε, η ανοικτή αψηφισιά της εξουσίας στην Ελλάδα είναι ψυχολογικά αδιανόητη· οι λεκτικές επιθέσεις δεν προαναγγέλλουν ενδεχόμενη ανάληψη δράσης. Αυτή ακριβώς η εριστικότητα λειτουργεί ως ψυχολογική διέξοδος για τις εντάσεις που προκύπτουν από την πάλη με τη «μοίρα κάποιου», αλλά είναι «γεμάτη θόρυβο κι οργή, δίχως κανένα νόημα». Η γκρίνια δεν στοχεύει στην ανατροπή της συνθήκης κάποιου, αλλά αντιθέτως στην εκτόνωση των βασάνων του. Μια ανοικτή πρόκληση στην εξουσία επιφέρει ψυχολογικά τραύματα και θέτει σε κίνδυνο τις προοπτικές κάποιου για κοινωνική εξέλιξη. Οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια, θα ισοδυναμούσε επομένως με την αποτυχία κάποιου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Η λεκτική κριτική, απόρροια της παραίτησης από τη δράση, ενισχύει την αίσθηση ανημποριάς, την πίστη ότι «τίποτα δεν μπορεί να γίνει».

 

Δεδομένης της χομπσιανής αντίληψης για τη ζωή που έχουν οι Έλληνες, η κουβέντα, ή αλλιώς η εριστικότητα, αποτελεί έναν μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου που περιστέλλει τη δυνητική βία που ενυπάρχει σε έναν κόσμο όπου όλοι καταφέρονται εναντίον όλων.

 

Τα περιστατικά διχασμού και βίας στη νεότερη Ελλάδα δεν υπήρξαν ούτε συχνότερα ούτε σπανιότερα από αυτά σε αρκετές άλλες χώρες, αλλά στην Ελλάδα τα εν λόγω βιώματα έχουν ερμηνευτεί και κατανοηθεί με βάση τη χομπσιανή φύση του κόσμου και την απώλεια του ήθους, ενισχύοντας ψυχολογικά τις προϋπάρχουσες αξίες της ησυχίας και της αρμονίας. Επομένως, η εξάλειψη των συγκρούσεων, της αταξίας και της βίας προϋποθέτει μια επαναβεβαίωση των παραδοσιακών αξιών. Σε άλλες κοινωνίες, τη Γαλλία του 18ου αιώνα για παράδειγμα, με μια συγκρίσιμη ιστορική παράδοση διχασμού και αναταραχών, οδηγηθήκαμε στη Γαλλική Επανάσταση. Ωστόσο, αυτή η σύγκρουση έγινε αντιληπτή εντός ενός ολότελα διαφορετικού γνωστικού πλαισίου όπου η επανάσταση προσλήφθηκε εν μέρει ως αποτέλεσμα ταξικής σύγκρουσης.

 

Η θρησκεία δεν παρέχει ούτε κατευθυντήριες γραμμές σε ζητήματα όπως η κοινωνική δικαιοσύνη ούτε κάποιον κώδικα ηθικής που να πηγάζει από τις θρησκευτικές της αρχές. Για τους Έλληνες, η θρησκεία ταυτίζεται με τον εκκλησιαστικό θεσμό. Η Εκκλησία είναι αυτή που τελεί τις λειτουργίες, όπως επίσης και τα μυστήρια και τα τελετουργικά για τη γέννηση, τη βάπτιση, τον γάμο και τον θάνατο που είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της σωτηρίας κάποιου.

 

Τα κηρύγματα της Εκκλησίας διαπλέκονται με τις παραδοσιακές αξίες της υπακοής και της υποταγής στην κατεστημένη εξουσία, εμπεδώνοντας ταυτόχρονα την πίστη στην ανθρώπινη αδυναμία. Το ισοδύναμο της κοσμικής έννοιας του φιλότιμου ως μέτρο της ισότητας είναι η χριστιανική έννοια της ισότητας ενώπιον του Θεού, η οποία αποπροσανατολίζει από την ψυχολογική σπουδαιότητα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας.

 

Το εξεταζόμενο σύμπλεγμα αξιών, στάσεων και συμπεριφορών –παραδοσιακό ενδο-ομαδικό σχετίζεσθαι, υποταγή στην εξουσία, μοιρολατρία, πελατοκρατία– αποτελούν συστατικά στοιχεία μιας πολιτικής κουλτούρας που αντίκεινται σε ό,τι φαινομενικά χαρακτηρίζει τη δημοκρατική πολιτική.

 

Ωστόσο, ακόμα και όταν το πολιτικό σύστημα είναι επισήμως κοινοβουλευτικό, η ουσία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης συχνά διαστρέφεται εν μέρει διότι εκλείπουν τα πολιτισμικά θεμέλια πάνω στα οποία στηρίζεται η εφαρμογή της. Η απουσία της έννοιας του ατόμου ως άτομο, η θεωρούμενη αδυναμία του ατόμου να επιφέρει αλλαγές, ο σεβασμός που αποδίδεται στην εξουσία και ο ψυχολογικός φόβος της αταξίας και της σύγκρουσης, όλα αυτά αντιστρατεύονται την ανάπτυξη ή τη στερέωση μιας δημοκρατικής πολιτείας.

 

Οι δυσκολίες που παρατηρούνται στη λειτουργία ενός δημοκρατικού πολιτικού συστήματος εξαιτίας των παραδοσιακών πολιτισμικών νορμών είναι ποικίλες. Η απουσία μιας βαθιά ριζωμένης αντίληψης για τα ατομικά ανθρώπινα δικαιώματα έχει προσδώσει στις συνταγματικές ρήτρες ή διατάξεις που τα προστατεύουν μια νομική και πολιτική χροιά· εκλαμβάνονται ως δικαιώματα χορηγούμενα από τις αρχές ή το κράτος, παρά ως εγγενή ή φυσικά δικαιώματα που χρήζουν προστασίας από τις αυθαιρεσίες του κράτους. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελληνική γλώσσα δεν διαθέτει κάποιον όρο για τα “privacy” και “right to privacy”. Ο ελληνικός αντίστοιχος όρος «απόρρητο» έχει διαφορετικές συνδηλώσεις και παραπέμπει σε άλλες έννοιες. Από τη στιγμή που η γλώσσα, όπως έχει υποστηριχθεί από τον Σαπίρ, παρέχει το εννοιακό πλαίσιο για τη δόμηση της πραγματικότητας, η ιδιωτικότητα δεν έχει νόημα στην παραδοσιακή ελληνική κουλτούρα. Οι πολιτικές συνεπαγωγές της απουσίας της έννοιας της ιδιωτικότητας και η νομικιστική πρόσληψη των ανθρώπινων δικαιωμάτων υπονομεύουν προφανώς τη στερέωση του δημοκρατικού συστήματος.

 

Η μεγαλύτερη ανωνυμία στα αστικά κέντρα σε συνδυασμό με τις κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές φαίνεται παρόλα αυτά να καλλιεργούν μια τάση, ειδικά στην Αθήνα, να ψηφίζει κάποιος με όρους «εθνικού» κομματικού ηγέτη, κομματικών ταυτίσεων ή αρχών. Σε αντίθεση με την πελατειακή κοινωνία, οι σύγχρονες κοινωνίες, ανεξαρτήτως ιδεολογικών βάσεων, τείνουν να οργανώνονται οριζόντια σε επαγγελματικές ομάδες συμφερόντων που αντιπροσωπεύουν τους κοινούς στόχους των μελών τους. Στις αντιπροσωπευτικές κυβερνήσεις, η επανεκλογή εξαρτάται εν μέρει από τις θέσεις που υιοθετούνται αναφορικά με διάφορα ζητήματα και/ή τις κομματικές πλατφόρμες. Στην Ελλάδα, οι κοινοβουλευτικοί αντιπρόσωποι καταπιάνονται με το χτίσιμο πελατειακών δικτύων, ξέχωρα από τη διαμόρφωση πολιτικών θέσεων, προκειμένου να εξασφαλίσουν την επανεκλογή τους. Από την άλλη μεριά, οι διοικητικοί υπάλληλοι καταπιάνονται με την ικανοποίηση ή άρνηση χατιριών, προωθώντας ή απορρίπτοντας αιτήματα για ρουσφέτια, αναλόγως του εάν κάποιος είναι ημέτερος ή όχι, παρά εφαρμόζοντας τους νόμους και τους κανονισμούς αποτελεσματικά και αμερόληπτα. Επομένως, το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα, από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου έως το 1967, και ύστερα από μια περίοδο δικτατορικής διακυβέρνησης, εκκινώντας πάλι το 1974, έχει αποτελέσει το επίσημο θεσμικό πλαίσιο υπονομευμένο εν μέρει από τις παραδοσιακές πολιτισμικές νόρμες.

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι το σύστημα των αμοιβαίων υποχρεώσεων –αν και μεταξύ ατόμων που διαθέτουν άνισους πόρους–, το οποίο πλαισιώνει ένα ενεργό πελατειακό δίκτυο, στηρίζεται με τη σειρά του στην ελληνική ηθική που διαθέτει διαφορετικά κριτήρια ηθικής μεταχείρισης των ξένων από εκείνους με τους οποίους κάποιος «γνωρίζεται προσωπικά».

 

Ωστόσο, λιγότερο σαφή παραμένουν τα κοσμολογικά θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας – τα άρρητα συνήθως δεδομένα. Στον αντίποδα της ελληνικής διχόνοιας και του φόβου για το χάος, και άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτά, εντοπίζεται μια ιδεολογία αρμονίας που υπερβαίνει τους διαχωρισμούς και αποκλείει τη διάλυση. Με αυτή την έννοια, η ενότητα με βάση την εθνικιστική ιδεολογία αποτελεί ένα μόνο στοιχείο, το οποίο μάλιστα πηγάζει εν μέρει από μια βασική κοσμοθεώρηση. Επομένως, αν και σε ένα πρώτο επίπεδο, οι σχέσεις ανθρώπου προς άνθρωπο είναι χομπσιανές, η βαναυσότητα που μια τέτοια φυσική κατάσταση ορίζει αποτρέπεται από τις δυνάμεις της αρμονίας που διέπουν το σύμπαν και συγκρατούν την πιθανή βία. Αυτή η αρχή της αρμονίας ορίζεται από τον Θεό και στο κοσμικό πεδίο φανερώνεται στην κυρίαρχη κοινωνική τάξη.

 

Η σιωπηρή οργανική ενότητα μεταξύ Εκκλησίας, θρησκείας, έθνους και λαού, όπως και η ιδεολογία της αρμονίας, αποκλείουν την επίσημη αποδοχή των συγκρουόμενων λειτουργικών συμφερόντων.

 

Συνοψίζοντας, ο ισχυρισμός ότι η πελατοκρατία συνιστά τον σημαίνοντα ερμηνευτικό παράγοντα της ελληνικής πολιτικής είναι απλοϊκός, παραβλέπει τα εμπειρικά δεδομένα που τον αναιρούν, και αδυνατεί να ερμηνεύσει τις πιέσεις για αλλαγή, μεταρρύθμιση και εκσυγχρονισμό ή εξελίξεις όπως ο εμφύλιος πόλεμος και τα στρατιωτικά πραξικοπήματα.

 

Από ό,τι φαίνεται, σε αντίθεση με τα πορίσματα του μεγαλύτερου μέρους της εκσυγχρονιστικής γραμματείας, η Ελλάδα διαθέτει μια «μοντέρνα» ελίτ που δεν είναι όμως εκσυγχρονιστική.