Παπακώστας Αποστόλης

Γιατί δεν υπάρχει πελατοκρατία στη Σκανδιναβία;

(μτφρ.)
Θανάσης Κουραβέλος

Η-Εκδόσεις Πολιτειακό

Αθήνα, Απρίλιος 2019, σ. 32
Θέματα: 
ΑνθρωπολογίαΠατρονία
Ελληνικές ΣπουδέςΚουλτούρα
ΙστορίαΙστορία των θεσμών
ΚοινωνιολογίαΠολιτική κοινωνιολογία
ΠολιτικήΚομματοκρατία
Λέξεις-κλειδιά: 
εντοπιότητα
οικογενειοκρατία
συγγενειοκρατία
πελατοκρατία
κουλτούρα
μερικότητα
καθολικότητα
πολιτειότητα
θεσμοί
εκσυγχρονισμός

Αποσπάσματα από το κείμενο:

 

Δεν γνωρίζω σουηδό ακαδημαϊκό που να έχει ερευνήσει την πελατοκρατία στα νεότερα χρόνια. Την περίοδο που μελετούσα τα σπουδαιότερα κοινωνιολογικά έργα για το σουηδικό κράτος, δεν βρήκα πουθενά να αναφέρονται οι όροι «πελατοκρατία» ή «πολιτική πατρονία». Αντιθέτως, οι νεαροί κοινωνιολόγοι φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για ζητήματα που προκύπτουν από την απρόσωπη εφαρμογή καθολικών (universalistic) γραφειοκρατικών κανόνων και τη μετατροπή των ατόμων σε διοικητικές υποθέσεις – ζητήματα πολυτέλειας για ερευνητές από άλλα μέρη του κόσμου.

 

Η σουηδική γλώσσα δεν διαθέτει κατάλληλο όρο για την πελατοκρατία, και όταν οι δημοσιογράφοι αναφέρονται στην πελατοκρατία άλλων χωρών, χρειάζεται συνήθως να προσθέσουν ότι αυτή είναι μια πρακτική όπου πολιτικοί ανταλλάσσουν χάρες με πολιτική στήριξη.

 

Ο χαρακτήρας του δημόσιου διαλόγου είναι συνήθως γραφειοκρατικός και ορθολογικός παρά πολιτικός, και μολονότι οι ανταγωνισμοί εξουσίας μεταξύ τμηματικών ή ταξικών συμφερόντων είναι απαραίτητοι για την κατανόηση της μορφής και του περιεχομένου των κρατικών θεσμών, η εφαρμογή των κανόνων ακολουθεί καθολικά πρότυπα χωρίς να διαμεσολαβείται από πολιτικούς πάτρονες. Σύμφωνα με ένα έργο αναφοράς για τη σουηδική δημόσια διοίκηση, κανένα σύστημα πατρονίας ή ημετερισμού δεν έχει υπάρξει στη νεότερη εποχή. Απεναντίας, ο δημόσιος τομέας διακρίνεται από μια ισχυρή παράδοση αφοσίωσης στην κυβέρνηση και το δημόσιο συμφέρον.

 

Το βασικό μου ενδιαφέρον εδώ είναι να απαντήσω σε ερωτήματα που διατυπώνονται πραγματολογικά, όπως το γιατί οι νόμοι του κράτους έφθασαν να εφαρμόζονται με έναν καθολικό παρά με έναν μερικευτικό τρόπο και το γιατί τα πολιτικά κόμματα εξελίχθηκαν σε οριζόντιες οργανώσεις βασισμένες σε ταξικά παρά σε κάθετα δίκτυα. Χρησιμοποιώ την έκφραση «παρά με» επιδιώκοντας να αποφύγω την πλάνη της αναδρομικής καθοριστικότητας και της ερμηνείας των πραγματικών αποτελεσμάτων ως αναπόφευκτη συνέπεια προγενέστερων παραγόντων. Σε συγκεκριμένες περιόδους, οι κοινωνικές δομές επιτρέπουν κάμποσους βαθμούς ελευθερίας, διανοίγοντας ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων, με μία μόνο από αυτές να πραγματοποιείται.

 

Η αλήθεια είναι ότι η πελατοκρατία δεν σχετίζεται με έναν συγκεκριμένο τύπο κοινωνίας, αν και ορισμένοι πιστεύουν ότι προσιδιάζει περισσότερο σε υπανάπτυκτες κοινωνίες ή ότι ανάγεται σε κάποιου τύπου «μυστικιστική» διαιώνιση των παραδόσεών τους. Για παράδειγμα, η πελατοκρατία στην Ελλάδα αποδίδεται συνήθως στις «ανατολίτικες αξίες» του οθωμανικού της παρελθόντος, ή ακόμα στην πατρογονική (patrimonial) δομή του βυζαντινού κράτους. Μια στενά πολιτισμική ερμηνεία τέτοιου τύπου υπολείπεται μακράν του στόχου εφόσον η πελατοκρατία εντοπίζεται σε κοινωνίες χωρίς «ανατολίτικο» παρελθόν ή βυζαντινό κράτος.

 

Επισκοπώντας τη βιβλιογραφία για την πελατοκρατία, οι Άιζενσταν και Ρόνιγκερ αναφέρουν διαφορετικούς τύπους πελατειακών πρακτικών σε περιοχές τόσο πολιτισμικά ανομοιογενείς όσο η μεσογειακή Ευρώπη, η Μέση Ανατολή, η Λατινική Αμερική, η νοτιοανατολική Ασία, η Ιαπωνία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η πρώην Σοβιετική Ένωση, και περιοχές της Αφρικής – υπονομεύοντας και μόνο με αυτό την κουλτουραλιστική θέση.

 

Εάν η κουλτούρα αδυνατεί να ερμηνεύσει την πελατοκρατία, θα μπορούσε η οικονομική ανάπτυξη να τα πάει καλύτερα; Θα μπορούσαν ποτέ άνθρωποι που ζουν σε χώρες υψηλού βιοτικού επιπέδου να εμπλακούν σε πελατειακές συναλλαγές; Κάποιος θα περίμενε ότι οι απαντήσεις θα είναι ναι στο πρώτο ερώτημα και όχι στο δεύτερο, και πιστεύω ακράδαντα ότι οι οικονομικές ερμηνείες είναι πληρέστερες των πολιτισμικών. Ωστόσο, οι πελατειακές πρακτικές δεν ενδημούν σε όλες τις οικονομικά υπανάπτυκτες χώρες, ενώ μπορούν επίσης να εντοπιστούν στις πλούσιες.

 

Η πελατοκρατία συνιστά περισσότερο ένα κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο παρά ένα οικονομικό ή πολιτισμικό, και η ελληνική εμπειρία –και βεβαίως η εμπειρία αρκετών άλλων χωρών– καταδεικνύει ότι δεν εξαλείφεται αυτόματα με την οικονομική ανάπτυξη.

 

Οι κοινωνικοί επιστήμονες επιμένουν να εκλαμβάνουν την ανάπτυξη των καθολικών κρατικών δομών ως φυσικό επακόλουθο της οικονομικής ανάπτυξης. Ωστόσο, μια προσεκτικότερη ανάγνωση των ιστορικών δεδομένων και των εξελικτικών αλληλουχιών στην Ευρώπη επαρκεί για να αμφισβητηθεί αυτή η υπόθεση. Όπως ένας σουηδός πολιτικός επιστήμονας έχει ορθώς επισημάνει, η ανάπτυξη και η διατήρηση των καθολικών κρατικών δομών πρέπει να εξηγηθεί εξίσου με την ανάπτυξη των μερικευτικών κρατικών δομών – και πιστεύω ότι είναι μακράν πιο δυσεξήγητη η ανάπτυξη του θεωρούμενου ως δεδομένου καθολικού κράτους σε έναν μικρό αριθμό ιδιαιτέρως ατυπικών κοινωνιών του κόσμου.

 

Η ερμηνεία των κοινωνικών πρακτικών ως προϊόν της ιστορίας είναι εξίσου εσφαλμένη με την πεποίθηση ότι η κουλτούρα ή η οικονομία από μόνες τους εξηγούν τα πάντα. Οι ιστορικοί παράγοντες που συνέβαλαν αποφασιστικά σε μια συγκεκριμένη εξέλιξη πρέπει να διευκρινιστούν λεπτομερώς. Η αναγωγή ορισμένων τωρινών πρακτικών σε μακραίωνες ιστορικές κληρονομιές –μια δημοφιλής ερευνητική τακτική σε ορισμένες εκδοχές του ιστορικού θεσμισμού– είναι προβληματική, κυρίως διότι στο παρελθόν οποιασδήποτε χώρας απαντώνται πάντοτε τόσο μια πληθώρα κοινωνικών μοντέλων όσο και ένας χαμηλός ρυθμός επινόησης νέων. Οποιεσδήποτε πρακτικές και αν είναι αποδεκτές σήμερα, είναι πάντοτε δυνατό να εντοπιστούν ριζώματά τους στο παρελθόν. Το ζήτημα δεν είναι να δειχθεί ότι υπάρχει μια μακραίωνη κληρονομιά ή ότι υπάρχει κάποιου τύπου συνέχεια μεταξύ παροντικών και παρελθοντικών πρακτικών, αλλά αντιθέτως να εξεταστεί πώς η ιστορία καθιστά ορισμένα από αυτά τα μοντέλα κυρίαρχα απορρίπτοντας κάποια άλλα. Από τη μια, υπήρξαν πολλοί τύποι μερικότητας στο πρώιμο νεωτερικό σουηδικό κράτος –συμπεριλαμβανομένης της πατρονίας– αρκετοί από τους οποίους εξαφανίστηκαν με το πέρασμα του χρόνου αφήνοντας χώρο για πιο καθολικές πρακτικές. Από την άλλη, η Ελλάδα, ήδη από την περίοδο της απελευθέρωσής της, φιλοδοξούσε να δημιουργήσει ένα καθολικό κράτος, αλλά, στην πορεία εκσυγχρονισμού της, δεν κατάφερε να απαλλαγεί από τα στοιχεία μερικότητας. Επομένως, εξετάζοντας την Ελλάδα και τη Σουηδία από την άποψη του εύρους των δυνατών εναλλακτικών, υπήρξαν πολύ πιο ισοδύναμες ιστορικά από ό,τι έχει αναγνωριστεί. Έφθασαν να αποκλίνουν, όταν από το εύρος των εναλλακτικών περιοριστήκαμε σταδιακά σε όσες επικράτησαν.

 

Για να ξεκαθαρίσω τη θέση μου, υιοθετώ μια συγκριτική προσέγγιση στην οποία τα ιστορικά αποτελέσματα κατανοούνται σε συνάρτηση με την έννοια του χρονισμού, τοποθετώντας τα σε διασταυρώσεις κοινωνικών διαδικασιών διαφορετικών χρονικοτήτων. Με τα λόγια ενός ιστορικού τέχνης, είναι σαν να βλέπεις τα ιστορικά αποτελέσματα ως προϊόν αρκετών διαφορετικών «τροχών τύχης». Υπάρχουν αρκετές κοινωνικές διαδικασίες και πληθώρα τρόπων για να τις περιγράψεις και να τις αναλύσεις. Αναφέρομαι στις οργανωσιακές διαδικασίες με την ευρεία τους έννοια, και η προσέγγισή μου είναι υλιστική – παρόμοια με εκείνη του «οργανωσιακού υλισμού» του Μάικλ Μαν. Η λανθάνουσα προβληματική βασίζεται στην ιδέα του κοινωνικού τοπίου, όπως αναπτύχθηκε από τον Γιόραν Άρνε, και το θεωρητικό κίνημα του οργανωσιακού ρεαλισμού. Μία από τις ιδέες πίσω από αυτές τις έννοιες είναι ότι οι οργανώσεις αποτελούν τον συνδετικό ιστό του κοινωνικού βίου και ότι τα κοινωνικά φαινόμενα πρέπει πρωτίστως να κατανοούνται σε συνάρτηση με τις οργανώσεις και τις αναμεταξύ τους σχέσεις, και όχι σε συνάρτηση με ένα παμπεριεκτικό σύστημα ή με μια λογική εγγενή στις κοινωνίες. Συνδυάζοντας τη μεταφορά του Κιούμπλερ περί διαφορετικών τροχών τύχης με την ιδέα του κοινωνικού τοπίου, οι ιστορικές εξελίξεις φαίνεται να αποτελούν προϊόν του σχετικού χρονισμού και των διασταυρώσεων τεσσάρων ιστοριών διαφορετικών χρονικοτήτων: τις ιστορίες των κρατών, των εταιρειών, των εθελοντικών ενώσεων και των οικογενειών. Επομένως, οι τύποι του κράτους πρέπει να κατανοηθούν σε συνάρτηση με τις σχέσεις του κράτους με τα υπόλοιπα οργανωσιακά πλαίσια.

 

Η πελατοκρατία μελετάται συνήθως ως μια σχέση ανταλλαγής μεταξύ ατόμων με άνισο πολιτικό κεφάλαιο. Οι αναλυτές εστίασαν κυρίως στο πολιτισμικό πλαίσιο αυτής της σχέσης: η βιβλιογραφία για την πελατοκρατία, βασισμένη κατά μέγα μέρος στην κοινωνική ανθρωπολογία, προσπάθησε ουσιαστικά να κατανοήσει την πελατοκρατία ως ένα φαινόμενο που απορρέει από την ηθική ή τους πολιτισμικούς κώδικες μικρών, «καθυστερημένων» κοινωνιών. Χωρίς να αρνούμαι την όποια επίδραση των εντόπιων πολιτισμών, υιοθετώ τη μέθοδο της μακροανάλυσης ξεκινώντας από τις ισχυρές οργανώσεις για να καταλήξω στην τοπική κοινότητα.

 

Για παράδειγμα, η οργανωσιακή κουλτούρα των θεσμών του σύγχρονου σουηδικού κράτους ευημερίας φαίνεται να χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα γραφειοκρατικής απόστασης και λαϊκής εγγύτητας. Με άλλα λόγια, η φιλικότητα στη Σουηδία δεν υπονοεί ευνοϊκή μεταχείριση, δύο συγγενικές έννοιες κάτω από τον τίτλο της «μερικότητας». Ανατρέχοντας στην οργανωσιακή ιστορία της σύγχρονης σουηδικής δημόσιας διοίκησης, διαπιστώνεται ότι έχει προέλθει από τη διαπλοκή των κοινωνικών κινημάτων με μια βεμπεριανού τύπου γραφειοκρατία. Στην ελληνική δημόσια πρόνοια, και στη δημόσια διοίκηση γενικότερα, δεν απαντάται ένα τέτοιο μείγμα· έχουμε είτε απόσταση είτε εγγύτητα. Η επίδειξη οικειότητας από τη γραφειοκρατία επιτυγχάνεται μόνο μέσω προσωπικών, συχνά οικογενειακών, δικτύων· στην αντίθετη περίπτωση, οι Έλληνες εισπράττουν την αδιαφορία της γραφειοκρατίας σε έναν βαθμό άγνωστο στη Σκανδιναβία. Με άλλα λόγια, τόσο η φιλικότητα όσο και η ευνοϊκή μεταχείριση προσφέρονται σε μια επιλεκτική βάση. Αυτή η οργανωσιακή κουλτούρα απορρέει από τη διαπλοκή της συγγένειας, ή των διευρυμένων οικογενειών, με τη γραφειοκρατία. Αυτή είναι μια πτυχή της μερικότητας των ελληνικών αρχών, με την άλλη να είναι η διαπλοκή των πολιτικών κομμάτων με τις κρατικές υπηρεσίες.

 

Το ελληνικό κράτος διαθέτει αξιόλογους θεσμικούς μηχανισμούς, αλλά είναι πλημμελώς μονωμένο από τον δημόσιο βίο. Με σύγχρονη ορολογία, είναι ενσωματωμένο στις κοινωνικές σχέσεις. Στη Σουηδία, το κράτος είναι κοινωνικά μονωμένο, μολονότι απαντώνται εκπληκτικά ολιγάριθμες θεσμικές δικλίδες που στοχεύουν στη δημιουργία απόστασης μεταξύ κράτους και κοινωνίας.

 

Ωστόσο, σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες, παρόμοιες χώρες, προκαλεί έκπληξη το πόσο εύκολα νεοτερικοί θεσμοί πολιτικής αντιπροσώπευσης απέκτησαν γερό πάτημα στην ελληνική κοινωνία. Η ανδρική καθολική ψηφοφορία εισήχθη το 1844· ένα σύγχρονο σύνταγμα που εγγυόταν τις αστικές ελευθερίες χρονολογείται από την ίδια περίπου περίοδο· ο κοινοβουλευτισμός εισήχθη τη δεκαετία του 1870.

 

Η συγκρότηση ενός σύγχρονου κράτους [στην Ελλάδα] βασισμένου στο δυτικοευρωπαϊκό πρότυπο αποδείχτηκε πιο δύσκολη. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη, για παράδειγμα, στην Ιταλία, η διαδικασία της διοικητικής ενοποίησης διήρκησε εκατό περίπου χρόνια. Γενικά, η διαδικασία υπήρξε ιδιαιτέρως ανομοιόμορφη: η δημιουργία στρατού, αστυνομίας και, σε έναν βαθμό, δικαστηρίων υπήρξε σχετικά εύκολη, ενώ η καθιέρωση ενός συστήματος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ενός ενιαίου φορολογικού συστήματος πήρε χρόνο.

 

Είναι ευρέως γνωστό ότι το δυτικοευρωπαϊκό κράτος στηρίχθηκε ιστορικά στη φορολόγηση. Η ανάγκη χρηματοδότησης των πολέμων εξανάγκασε τους βασιλείς να συστήσουν δομές καταλογισμού και συλλογής φόρων. Έτσι τέθηκαν οι βάσεις για την υποδομική (infrastuctural) ικανότητα του κράτους. Δομές συσταθείσες εν καιρώ πολέμου χρησιμοποιήθηκαν στη συνέχεια για τη διείσδυση στον κοινωνικό βίο και την εκτέλεση αποφάσεων με επιμελητειακό τρόπο (logistically). Την ίδια περίοδο, εγκαθιδρύονταν άμεσες σχέσεις μεταξύ του κράτους και των κατοίκων του, όχι όμως χωρίς διαμαρτυρίες, εξεγέρσεις και διαπραγματεύσεις που καθόρισαν το περιεχόμενο της πολιτειότητας. Για λόγους που δεν συζητώ εδώ, το ελληνικό κράτος καθυστέρησε σε αυτή την κάθετη διείσδυση του δημόσιου βίου. Από αυτή την άποψη, το ελληνικό κράτος υπήρξε αδύναμο, αφήνοντας κενό μεταξύ του ίδιου και των κατοίκων του.

 

Ιστορικά, τα πολιτικά κόμματα βασισμένα στην ανδρική καθολική ψηφοφορία προηγήθηκαν της γραφειοκρατίας στην Ελλάδα και κατέλαβαν το κενό μεταξύ του κράτους και του κοινωνικού βίου. Κατά συνέπεια, τα προβλήματα του κόσμου προσδιορίστηκαν ως πολιτικά ζητήματα, καθιστώντας αδύνατη την αποπροσωποποίηση και γραφειοκρατικοποίησή τους. Τα πολιτικά κόμματα διεπλάκησαν με συγγενειακά και τοπικά συμφέροντα, αδυνατώντας έτσι να τα συναρθρώσουν σε ταξική ή επαγγελματική βάση, αλλά αντιθέτως αντιπροσωπεύοντάς τα στην αποσυναρθρωμένη τους μορφή. Έτσι, τα συμφέροντα, ακόμα και τα προβλήματα των πολιτών, πολυκερματίστηκαν –κάθε οικογένεια απέκτησε τα δικά της συμφέροντα– καθιστώντας σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπισή τους με απρόσωπους γραφειοκρατικούς κανόνες. Αναλαμβάνοντας μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των κοινωνικών συμφερόντων και των κρατικών αρχών, τα πολιτικά κόμματα επέδρασαν καθοριστικά τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό πεδίο.

 

Όπως επισήμανε ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, ένα διακριτικό γνώρισμα της ελληνικής κοινωνίας μετά την Απελευθέρωση ήταν η απουσία μιας άρχουσας τάξης που θα μπορούσε να αξιοποιήσει εκμεταλλευτικούς μηχανισμούς πέραν του κράτους για να συσσωρεύσει κεφάλαιο. Ελλείψει τέτοιων μηχανισμών, οι παλιοί ευγενείς στράφηκαν μαζικά στο κράτος, τον πλέον σημαντικό μηχανισμό για τη συλλογή και διανομή οικονομικού πλεονάσματος εκείνη την εποχή. Έτσι, στην Ελλάδα κράτος και οικονομικά συμφέροντα διεπλάκησαν από την αρχή, με τα δεύτερα να μεταφέρουν τα συναλλακτικά ήθη και έθιμά τους στο πρώτο.

 

Ενώ στη Σουηδία η πρώιμη διαπλοκή κράτους και ανώτερων τάξεων άφησε πίσω της μια κάποια κληρονομιά γραφειοκρατικής απόστασης, στην Ελλάδα η φαινομενικά χαλαρότερη διαπλοκή κράτους και προκαπιταλιστικών οικονομικών δραστηριοτήτων αποδείχθηκε ισχυρότερη, συντηρώντας τη νοοτροπία ότι τα δημόσια αγαθά είναι ανταλλάξιμα και την πεποίθηση ότι οι κανόνες είναι διαπραγματεύσιμοι.

 

Πέρα από τη διαπλοκή τους με το κράτος, οι ανώτερες τάξεις στην Ελλάδα ανέπτυξαν μέσω της πολιτικής δεσμούς με τις μάζες που η σουηδική αριστοκρατία και αργότερα η αστική τάξη δεν κατόρθωσαν ποτέ να αναπτύξουν. Στην Ελλάδα, οι εκλογικές μεταρρυθμίσεις άλλαξαν τις σχέσεις ισχύος μεταξύ των ανώτερων τάξεων και του λαού από πολύ νωρίς. Ενώ η εξουσία των αριστοκρατών στη Σουηδία στηριζόταν στην απόδοση τίτλων ευγενείας, την παράδοση και τα συλλογικά προνόμια, η παραδοσιακή εξουσία των ευγενών στην Ελλάδα έμελε να μεταβληθεί σε πολιτική εξουσία στηριζόμενη στις ψήφους του εκλογικού σώματος.

 

Σε έναν πληθυσμό χαμηλών οργανωτικών δεξιοτήτων, και σε μια περίοδο στην οποία η ιδέα της μαζικής οργάνωσης βρισκόταν σε εμβρυακό στάδιο διεθνώς, ο μόνος διαθέσιμος τρόπος οργάνωσης των ανθρώπων ήταν μέσω της οικογένειας – μια κοινωνική οργάνωση που, παρά τη διαφοροποιημένη κατά τόπους δομή της, διαδραμάτιζε ανέκαθεν σημαντικό ρόλο στον κοινωνικό βίο της νεότερης Ελλάδας. Όπως επισήμανε ο Νικηφόρος Διαμαντούρος, στην Ελλάδα η οικογένεια έχει υπάρξει ο βασικός κοινωνικός δρων, λειτουργώντας σε πολλαπλά επίπεδα και εκπληρώνοντας αρκετές οικονομικές, κοινωνικές, στρατιωτικές και πολιτικές λειτουργίες. Οι ευγενείς, με τη θέση τους αδυνατισμένη από τις σημαντικές περιουσιακές απώλειες που υπέστησαν αρκετοί από αυτούς κατά τη διάρκεια του πολέμου της Απελευθέρωσης, στράφηκαν στην οικογένεια, το βασικό «κεφάλαιο» που διέθεταν εκείνη τη στιγμή. Με την πολιτική ως επιβιωτική αναγκαιότητα και τη συγγένεια ως τον μοναδικό οργανωτικό μηχανισμό, σχηματίστηκαν εκτεταμένοι οικογενειακοί συνασπισμοί αξιοποιώντας τους ιδιαιτέρως διαδεδομένους θεσμούς της υιοθεσίας, του γάμου, της αδελφοποιίας και της αναδοχής.

 

Στα κενά μεταξύ κράτους και τοπικών κοινοτήτων, το σύστημα των οικογενειακών συνασπισμών βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί κάθετα, εγκαθιδρύοντας ιεραρχίες οικογενειών με ιδιαίτερα άνισο πολιτικό κεφάλαιο, αλλά ταυτόχρονα αμοιβαία εξαρτημένες. Οι οικογένειες στην κορυφή της ιεραρχίας αντλούσαν την εξουσία τους μέσω της διαπλοκής τους με το κράτος και της πρόσβασής τους στα αγαθά του, ενώ εκείνες στη βάση μέσω της ικανότητάς του να συγκεντρώνουν και να παραδίνουν τις ψήφους των μελών τους. Όπως ακριβώς οι οικογένειες στη βάση εξαρτιόνταν από τις οικογένειες στην κορυφή για την πρόσβασή τους στα κρατικά αγαθά, οι οικογένειες στην κορυφή δεν μπορούσαν να διασφαλίσουν τη θέση τους χωρίς την πολιτική υποστήριξη εκείνων στη βάση.

 

Στην Ελλάδα τόσο η συγγένεια όσο και η κοινωνική δομή των χωριών παρέμειναν ανέπαφα. Ως αποτέλεσμα, η αστικοποίηση αποτέλεσε ένα μείγμα «αλυσιδωτής» και «κυκλικής» μετανάστευσης, που επέδρασε στην κοινωνική δομή των πόλεων αποτρέποντας την ατομικοποίηση των κατοίκων τους. Με αυτή την έννοια, οι ελληνικές πόλεις μπορούν να περιγραφούν ως «πόλεις χωρικών» και οι κάτοικοί τους ως «αστοχωριάτες»: ένα υψηλό επίπεδο κοινωνικής συνοχής στις πόλεις βασίζεται σε διαπλεγμένα δίκτυα και σε μια υψηλή συχνότητα βασικών επαφών με οικεία πρόσωπα. Καθώς η κρατική γραφειοκρατία στελεχώθηκε με ανθρώπους προερχόμενους από αυτά τα εκτεταμένα κοινωνικά δίκτυα, βρέθηκε βαθιά ενσωματωμένη σε κοινωνικές σχέσεις βασισμένες στη συγγένεια και τις εντόπιες ταυτότητες. Ήταν επομένως δύσκολο να μετασχηματίσει τα προβλήματα των πολιτών σε απρόσωπες διοικητικές υποθέσεις. Σε μια προσπάθεια επίλυσης αυτών των προβλημάτων, χρησιμοποιήθηκαν αρκετοί θεσμικοί μηχανισμοί, αλλά συνήθως χωρίς αποτέλεσμα. Αντιθέτως, η βασική, αν και αθέλητη, συνέπειά τους ήταν η ενίσχυση της γραφειοκρατικής αδιαφορίας με την οποία το νομικο-φορμαλιστικό ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε τον πολίτη που δεν είχε τις κατάλληλες πολιτικές διασυνδέσεις, δίνοντας σε πολιτικούς παράγοντες την ευκαιρία να μεσολαβήσουν μεταξύ του πολίτη και της αδιάφορης γραφειοκρατίας με το αζημίωτο.